Διδακτορικές διατριβές

Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://beta-pandemos.panteion.gr/handle/123456789/23

Νέα

Αυτή είναι η συλλογή από το παλιό σύστημα με ID:cid:13

Περιηγούμαι

Πρόσφατες Υποβολές

Τώρα δείχνει 1 - 20 από 110
  • Τεκμήριο
    Η διασφάλιση της προστασίας του πολίτη έναντι της δημόσιας διοίκησης και οι μηχανισμοί ελέγχου αυτής
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015) Σωτηροπούλου, Εμμανουέλα Δ.; Μαρκαντωνάτου- Σκαλτσά, Ανδρομάχη; Κόρσου-Παναγοπούλου, Μαρία-Ελένη; Βενετσανοπούλου, Μαρία Γ.; Πάντειο Πανεπιστήμιο,Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
    Στο σύγχρονο συνεχές μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, η Δημόσια Διοίκηση οφείλει να παρακολουθεί τα νέα δεδομένα, να είναι ευέλικτη, να προσαρμόζεται στις αλλαγές και στις απαιτήσεις της κοινωνίας, να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις ανάγκες των πολιτών. Πώς μπορεί να το πετύχει αυτό; Με τον επανακαθορισμό του ρόλου της και του είδους των υπηρεσιών που προσφέρει στους πολίτες, με την χρήση νέων τεχνολογιών, με τον εκσυγχρονισμό και την απλοποίηση των διαδικασιών. Αντικείμενο της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής αποτελεί η παρουσίαση και ανάλυση, από τη μια των μέσων που διαθέτει ο πολίτης για την διασφάλιση της προστασίας του έναντι των αυθαιρεσιών της Δημόσιας Διοίκησης και από την άλλη των υφιστάμενων ελεγκτικών μηχανισμών της δράσης της. Βασικός της στόχος είναι να διεισδύσει στα αίτια που προκαλούν την δυσπιστία του πολίτη αναφορικά με την δράση της Δημόσιας Διοίκησης, να ανιχνεύσει τα φαινόμενα εκείνα τα οποία προκαλούν την αναποτελεσματικότητα της και να προτείνει τη λήψη άμεσων μέτρων με κύριο στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών της. Μέσα από την παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου, την ανάλυση των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, των θεσμοθετημένων δικαιωμάτων των πολιτών στην ελληνική και ενωσιακή έννομη τάξη, ως παράμετροι οριοθέτησης της προστασίας τους, καθώς επίσης και την κριτική παρουσίαση των τρόπων ελέγχου της διοικητικής δράσης, παραδοσιακών και νέας μορφής, σε συνάρτηση με την επεξεργασία της πλούσιας νομολογίας, θα επιχειρηθεί να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα αν ο πολίτης προστατεύεται αποτελεσματικά έναντι της Δημόσιας Διοίκησης. Ταυτόχρονα, θα επιχειρηθεί να αναζητηθούν νέοι τρόποι εκσυγχρονισμού της για την ριζική αναμόρφωση του τρόπου λειτουργίας της, ώστε ο πολίτης να επανακτήσει την εμπιστοσύνη του απέναντι στην Δημόσια Διοίκηση.
  • Τεκμήριο
    Καλλιτέχνες και επιχειρηματικότητα: μελετώντας διαφορετικούς δρόμους προς την επιτυχία με τη μέθοδο των ασαφών συνόλων
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015) Ευστρατόγλου, Αντιγόνη Κ.; Κλήμης,Γεώργιος-Μιχαήλ; Μιχαηλίδου, Μάρθα; Μπαλτζής, Αλέξανδρος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού
    Οι καριέρες στις δημιουργικές βιομηχανίες θεωρούνται πιο εξαρτημένες από ποτέ από την ικανότητα των ίδιων των εργαζομένων να τις διαχειρίζονται. Παρά το ότι η μουσική βιομηχανία ως υποδειγματικός κλάδος της δημιουργικής οικονομίας προσφέρει ένα προνομιακό πεδίο μελέτης της σύγχρονης καριέρας, δεν έχουν αναπτυχθεί μοντέλα κατάλληλα να την καθοδηγήσουν. Η μελέτη χρησιμοποιεί τη διαδικασία λήψης αποφάσεων µε βάση την επίνοια (effectuation) που προέρχεται από το πεδίο της επιχειρηματικότητας ώστε να εξηγήσει πώς η λογική στην οποία στηρίζει ο καλλιτέχνης τις αποφάσεις του επηρεάζει την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του. Επισημαίνονται τα κοινά σημεία που έχουν οι δύο παραδόσεις, µε έμφαση στα κοινά που θεωρείται ότι έχει η καλλιτεχνική µε την επιχειρηματική σταδιοδρομία και δικαιολογείται γιατί το συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο είναι ικανό να αναδείξει την εγγενή ποικιλομορφία των στόχων και των πρακτικών που τη χαρακτηρίζουν. Υποθέτουμε ότι δεν υπάρχει ένας αλλά περισσότεροι "δρόμοι" που μπορούν να οδηγήσουν στην επιτυχία της καριέρας, ανάλογα µε τον τρόπο µε τον οποίο η λογική στη βάση της οποίας αποφασίζει ο καλλιτέχνης συνδυάζεται µε τους πόρους που έχει στη διάθεσή του και µε τον τρόπο που βιώνει τη σχέση του µε τις οργανώσεις που τον περιβάλλουν. Αναζητήσαμε µία μέθοδο ικανή να παραγάγει όχι ένα βέλτιστο μοντέλο εξήγησης, αλλά ισοδύναμες λύσεις που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Η μέθοδος της Ποιοτικής Συγκριτικής Ανάλυσης, και συγκεκριμένα η τεχνική των ασαφών συνόλων (fsQCA), µας επέτρεψε να συγκρίνουμε συστηματικά στο πλαίσιο της έρευνας δεκατέσσερις γνωστούς καλλιτέχνες που πρωτοεμφανίστηκαν στην ελληνική δισκογραφία στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας προκειμένου να εντοπίσουµε τους παράγοντες που επηρέασαν την εξέλιξή τους. Από την ανάλυση προέκυψαν δύο εναλλακτικοί δρόμοι προς την επιτυχία. Ο πρώτος συνδυάζει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που στηρίζεται στην παραδοσιακή αιτιακή λογική με πόρους (οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο) που σπάνια εξασφαλίζονται στο πλαίσιο των δημιουργικών βιομηχανιών, όπως για παράδειγμα αποκλειστικά συμβόλαια με μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες, και με απουσία διάρρηξης του ψυχολογικού συμβολαίου. Ο δεύτερος δρόμος συνδυάζει την εναλλακτική διαδικασία λήψης αποφάσεων που στηρίζεται στην επινοητική λογική με πόρους που μπορούν να καλλιεργηθούν, όπως οι δεξιότητες, και, παραδόξως, με την παρουσία της διάρρηξης του ψυχολογικού συμβολαίου. Η συγκεκριμένη μέθοδος και ο ιδιαίτερος τρόπος µε τον οποίο εργαστήκαμε, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο ποιοτικά στοιχεία που προήλθαν από ηµι-δομημένες συνεντεύξεις, µας επιτρέπουν να γενικεύσουµε μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο τα αποτελέσματά µας και επιπλέον να φωτίσουµε ορισμένους από τους μηχανισμούς στη βάση των οποίων οι διαφορετικές λογικές οδηγούν στην επιτυχία της καριέρας.
  • Τεκμήριο
    Μοντέλο ελεγκτικού κινδύνου: μία στοχαστική μελέτη της συναρτησιακής σχέσης των συστατικών του κινδύνου στην Ελλάδα
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 23/12/2014) Δρίτσας, Σταμάτιος Σπ.; Τσάμης, Αναστάσιος Δ.; Φίλος, Γιάννης Λ.; Πετράκος, Γεώργιος; Πάντειο Πανεπιστήμιο,Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
    Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τις συναρτησιακές σχέσεις των μεταβλητών του μοντέλου του ελεγκτικού κινδύνου, όπως αυτό καταγράφεται στα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου (ISAs), της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (IFAC). Η συγκεκριμένη εργασία αποσκοπεί στη μελέτη των μεταβολών στην εκτίμηση των συστατικών του ελεγκτικού κινδύνου, καθώς και στην εκτέλεση συγκεκριμένων ελεγκτικών διαδικασιών, ως προς τη μεταβολή του επιχειρηματικού κινδύνου, στο πλαίσιο της έκφρασης γνώμης ελέγχου επί των οικονομικών καταστάσεων από τους ανεξάρτητους ελεγκτές.
  • Τεκμήριο
    Η πορεία του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα σε σχέση με το πολιτικό σύστημα και η Ευρωπαϊκή του προοπτική
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014) Σπυρίδων,Σπυρίδων Δ.; Βενετσανοπούλου, Μαρία Γ.; Κριάρη-Κατράνη, Ισμήνη; Χιωτίνη-Κυβέλου, Στέλλα-Σοφία; Πάντειο Πανεπιστήμιο,Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
    Από την ίδρυση του ελληνικού εθνικού Κράτους, στις αρχές του 19ου αιώνα, και μετά την κατάλυση των κοινοτικών «αυτονομιών» που αποτελούσαν μέρος της διοικητικής δομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Τοπική Αυτοδιοίκηση υπήρξε πεδίο πολιτικών πειραματισμών για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς γνώμονας δεν ήταν, όπως εύλογα θα υπέθετε κάποιος αναγνώστης, η εδραίωση και αξιοποίηση του θεσμού. Οι αλλεπάλληλες εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις και οι κρίσεις τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει η νεοσύστατη κρατική μας οντότητα, ενίσχυσε το αίτημα για ισχυρό παρεμβατικό κράτος που θα διασφάλιζε εθνική ενότητα στο εσωτερικό και αξιοπρεπή εθνική παρουσία στο εξωτερικό. Έτσι επελέγησαν μια σειρά από οργανωτικές, διοικητικές και δημοσιονομικές επιλογές που όπως τεκμαίρεται, δεν ευνόησαν την ανάπτυξη μιας σύγχρονης τοπικής αυτοδιοίκησης. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό επίσης, του ελληνικού Κράτους, υπήρξε η πρώιμη ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού και των δημοκρατικών πολιτικών θεσμών γενικότερα, γεγονός που διαχώρισε την ιστορική του πορεία, έναντι των άλλων κρατών της Βαλκανικής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Τοπική Αυτοδιοίκηση διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο, καθώς λειτούργησε ως δεξαμενή ανάδειξης πολιτικών στελεχών με ισχυρή επιρροή στην πολιτική ζωή της χώρας μας. Πράγματι, η πορεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι γεγονός πως σφραγίστηκε και σφράγισε τις ευρύτερες πολιτικές και κομματικές εξελίξεις, σε πολλές περιπτώσεις. Κατά το διάστημα, επομένως, που ανθούσε ο διοικητικός συγκεντρωτισμός, κάτω από τον ομόλογο συγκεντρωτισμό του πολιτικού και κομματικού μας συστήματος, αναπτυσσόταν η άτυπη μεν, αλλά ισχυρότατη επιρροή τοπικών πολιτικών ηγετών στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, θα ήταν αδιανόητο, ιδιαίτερα στην χώρα μας, να εξετάζεται η Τοπική Αυτοδιοίκηση ως καθαρά διοικητικός θεσμός, χωρίς να διερευνάται η σύνδεσή της με το πολιτικό σύστημα. Εδώ, εδράζει μια πρώτη βασική παραδοχή αυτής της διατριβής, η οποία και επηρέασε αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και τις επιλογές του γράφοντος, ο οποίος έθεσε ως σκοπό, μέσα από την εργασία αυτή να αποτυπώσει την ιδιαίτερα στενή σχέση που ανέπτυξε η αυτοδιοίκηση της χώρας μας με τις πολιτικές και κομματικές εξελίξεις, επηρεάζοντας αλλά και επηρεαζόμενη από αυτές. Επιμέρους στόχοι του ήταν να προσδιορισθούν ακριβέστερα τα συστατικά στοιχεία και τα σχήματα, οι δίαυλοι και οι διαδρομές, καθώς και οι διακυμάνσεις, οι αλλαγές και οι επαναλήψεις αυτής της σχέσης καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής τους διαδρομής έως και σήμερα. Σημαντικός επίσης παράγοντας που καθορίζει την πορεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη χώρα μας, είναι ο προσανατολισμός του θεσμού σε ευρωπαϊκά πρότυπα και παραδείγματα, τα οποία προσαρμόζονταν σταδιακά στις εγχώριες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και παραδόσεις, συχνά σε βαθμό αλλοτρίωσης ή και νόθευσής τους. Μια δεύτερη βασική παραδοχή της παρούσας διατριβής, υπήρξε η επιρροή των γαλλικών προτύπων στον τρόπο διοικητικής μας οργάνωσης, με αποτέλεσμα να είναι εμφανής έως και σήμερα η σφραγίδα τους και η χώρα μας να συνεχίζει να κατατάσσεται στα «ναπολεόντεια» κράτη που διακρίνονται για τον συγκεντρωτισμό και τον παρεμβατισμό τους. Επομένως, στόχος του γράφοντος υπήρξε η αποτύπωση αυτών των μακροχρόνιων δυτικοευρωπαϊκών επιρροών, του τρόπου πρόσληψης και προσαρμογής τους στην χώρα μας, καθώς και των αποτελεσμάτων τους. Κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, και κυρίως από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τόσο τα διοικητικά όσο και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αυτοδιοίκησης άρχισαν να επηρεάζονται έντονα από τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Παράλληλα, οι αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τη σημασία που έχουν ως προς τις εγχώριες εξελίξεις και δυναμικές, αποδίδονται κυρίως στις πιέσεις προσαρμογής λόγω της συμμετοχής της χώρας μας στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αυτή η σχέση αυτοδιοικητικής εξέλιξης και ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτελεί και την τρίτη βασική πρόκληση γι’ αυτή την διατριβή, που φιλοδοξεί να ανιχνεύσει τα χαρακτηριστικά της, επιστρατεύοντας και τη συγκριτική μέθοδο, με τρόπο τέτοιο, ώστε να προδιαγράφονται και οι προοπτικές του θεσμού εντός του ευρύτερου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, μια χρονική στιγμή που το δίλημμα «εμβάθυνση ή οπισθοχώρηση» της ενοποίησης τίθεται με δραματικότερους παρά ποτέ όρους. Κατά την εκπόνηση της παρούσας εργασίας η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε αφορούσε την παράλληλη μελέτη της εξέλιξης του πολιτικού συστήματος και της αυτοδιοίκησης, και αποτελεί μια προσπάθεια του γράφοντος να καταδειχθεί η αλληλεπίδραση των δύο θεσμών σε διακριτές, κατά κανόνα, χρονικές ενότητες. Εκτός από την αξιοποίηση της υπάρχουσας σχετικής ελληνικής και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας και μελετών, σημαντική συμβολή στην δημιουργία του πονήματος αυτού είχε η ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών τόσο από συναδέλφους (πρώην και νυν) στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση και Αυτοδιοίκηση όσο και με τους αντίστοιχους Ευρωπαίους, γεγονός που διευκόλυνε η συμμετοχή μου στην Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει πρόλογο, εισαγωγή, το δε κύριο σώμα της αναπτύσσεται σε δύο μέρη και σε έξι κεφάλαια, συνολικά, και ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα και την παράθεση της ελληνικής και ξενόγλωσσσης βιβλιογραφίας.
  • Τεκμήριο
    Διαφθορά, διακυβέρνηση και ανταγωνιστικότητα: διερεύνηση των μεταξύ τους σχέσεων
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014) Συρμαλή, Μαρία-Ελένη Γ.; Βαβούρας, Ιωάννης Σ., 1950-; Φιλιππόπουλος, Αποστόλης; Μαριόλης, Θεόδωρος; Πάντειο Πανεπιστήμιο,Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
    Η διαφθορά είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που εκφράζει το επίπεδο λειτουργίας όχι μόνο των οικονομικών, αλλά και των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. Κύριο γνώρισμα του φαινομένου της διαφθοράς είναι ο δομικός του χαρακτήρας, ιδίως όσον αφορά τις υπανάπτυκτες χώρες, οι οποίες πλήττονται από διαρθρωτικούς περιορισμούς και αστάθειες στον οικονομικό, θεσμικό και κοινωνικοπολιτικό τομέα. Η ενδημική φύση του προβλήματος, δηλαδή η ενσωμάτωση της διαφθοράς στην πολιτική και κοινωνική κουλτούρα, περιορίζει την αποτελεσματικότητα των πολιτικών αντιμετώπισής της. Αυτή η θεσμική θεώρηση της διαφθοράς δίνει τη δυνατότητα εννοιολογικής διασύνδεσής της με θέματα, όπως η ποιότητα της διακυβέρνησης, αλλά και ο εκδημοκρατισμός και ο περιορισμός των ανισοτήτων, που προωθούνται ως πολιτικές στήριξης της χρηστής διακυβέρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, η εξέταση της ανταγωνιστικότητας, που εκφράζει ποιοτικούς παράγοντες της ανάπτυξης, κρίνεται αναγκαία, διότι παρέχει μια ισχυρή ένδειξη για την εξέλιξη των μακροοικονομικών, διαρθρωτικών και θεσμικών χαρακτηριστικών κάθε οικονομίας. Συνεπώς, η διαφθορά είναι μια σύνθετη έννοια, ενώ οι πολλαπλές διαστάσεις της, δηλαδή η οικονομική, η κοινωνική και η πολιτική, αλληλοεπηρεάζονται καθιστώντας δύσκολη την αντιμετώπιση του φαινομένου. Στην περίπτωση, όμως, που οι πολιτικές, οι οποίες εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, αποτυγχάνουν, αυτή εξελίσσεται από περιστασιακό σε ενδημικό πρόβλημα, γεγονός που δυσχεραίνει περισσότερο τις προσπάθειες αντιμετώπισής της, ενώ δημιουργούνται οι συνθήκες για την περαιτέρω ενδυνάμωση της συστημικής διαφθοράς, δηλαδή της διαφθοράς που έχει διαβρώσει το ευρύτερο σύστημα αξιών της κοινωνίας. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της διαφθοράς και των βασικότερων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προσδιοριστικών παραγόντων της. Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, εξετάζεται η σχέση μεταξύ της ποιότητας της διακυβέρνησης και της διαφθοράς. Επίσης, μελετάται η εμπειρική διασύνδεση μεταξύ της ανταγωνιστικότητας και της διαφθοράς, ενώ λαμβάνονται υπόψη και οι ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες κατά την εξέταση αυτής της βασικής σχέσης.
  • Τεκμήριο
    Το ζήτημα της φορολόγησης του ηλεκτρονικού εμπορίου
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014) Κοκόλια, Ευγενία Σ.; Κουγέας, Βασίλειος; Μπασαγιάννης, Αθανάσιος; Καραγιώργου, Βασιλική; Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
    Με την παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρείται η προσέγγιση του ζητήματος της φορολόγησης του ηλεκτρονικού εμπορίου και η ανάλυση των παραμέτρων του στις οποίες παρουσιάζονται δυσχέρειες εντοπισμού των συναλλαγών, όπως και η πρόταση των αρχών ενός σχετικού φορολογικού συστήματος. Η διατριβή αφορά το άμεσο ηλεκτρονικό εμπόριο, στο οποίο εντοπίζεται το κύριο ερευνητικό ενδιαφέρον, καθώς στο έμμεσο ηλεκτρονικό εμπόριο οι εφαρμοστέοι κανόνες φορολογικού δικαίου δεν διαφοροποιούνται από εκείνους του παραδοσιακού εμπορίου. Ήδη από την δεκαετία του 1990 η φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον όσων διαμορφώνουν φορολογική πολιτική. Από την μια πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της στρατηγικής της “EU 2020” έχει επιλέξει την προώθηση της ψηφιακής οικονομίας ως κομβική επιλογή για την ανάκαμψη της οικονομίας και την έξοδο από την οικονομική κρίση, ενώ παράλληλα, έχουν τεθεί προς συζήτηση τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε διεθνές επίπεδο τα ιδιαίτερα θέματα που ανακύπτουν σε σχέση με τη φορολόγησή της ψηφιακής οικονομίας. Η διατριβή αποτελείται από πέντε μέρη: στο πρώτο γίνονται ορολογικές διασαφηνίσεις για το διαδίκτυο, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τους παράγοντές τους, το δεύτερο μέρος πραγματεύεται με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο, στο τρίτο μέρος αναλύονται οι γενικές αρχές φορολόγησης του ηλεκτρονικού εμπορίου, τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία, το τέταρτο αναφέρεται στην ηλεκτρονική τιμολόγηση και τέλος, στο πέμπτο μέρος διατυπώνονται συμπεράσματα και προτάσεις. Μεθοδολογικά, πραγματοποιείται η αναγωγή των κλασικών θεωρητικών εννοιών του φορολογικού δικαίου στο ηλεκτρονικό περιβάλλον. Ως καίρια πρόκληση ενός φορολογικού συστήματος για το ηλεκτρονικό εμπόριο αναγνωρίζεται αφενός η διασφάλιση των εσόδων για την εκτέλεση ενός κρατικού προϋπολογισμού και αφετέρου η δημιουργία και βελτίωση των ρυθμίσεων, ώστε να μην αποτελεί η αναποτελεσματική νομοθεσία ή η έλλειψη της εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, στόχος της διατριβής είναι η εξαγωγή χρήσιμων, αξιοποιήσιμων συμπερασμάτων τόσο για την ελληνική φορολογική διοίκηση όσο και τις φορολογικές διοικήσεις των λοιπών κρατών, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και σε επίπεδο ΟΟΣΑ. Στο πρώτο μέρος δίδονται ορισμοί και επεξηγούνται οι έννοιες του διαδικτύου, του παγκόσμιου ιστού, του ηλεκτρονικού εμπορίου και ειδικά του άμεσου ηλεκτρονικού εμπορίου. Ως ηλεκτρονικό εμπόριο ορίζεται το εμπόριο που πραγματοποιείται με ηλεκτρονικά μέσα, δηλαδή βασίζεται στην ηλεκτρονική μετάδοση δεδομένων, την ηλεκτρονική διεξαγωγή συναλλαγών, την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών έναντι αμοιβής με τη χρήση εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας για την επικοινωνία από απόσταση. Ο όρος έμμεσο ηλεκτρονικό εμπόριο χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για την ηλεκτρονική παραγγελία υλικών αγαθών που μπορούν να παραδοθούν μόνο με παραδοσιακούς τρόπους, όπως είναι το ταχυδρομείο, ενώ άμεσο είναι το ηλεκτρονικό εμπόριο που περιλαμβάνει παραγγελία, πληρωμή και παράδοση άϋλων αγαθών και υπηρεσιών. Οι συναλλαγές του άμεσου ηλεκτρονικού εμπορίου διαχωρίζονται σε συναλλαγές: (α) μεταξύ επιχειρήσεων (Business to Business, B2B), β) μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών (Business to Consumer, B2C), γ) μεταξύ επιχειρήσεων και της Διοίκησης (Business to Administration), και δ) μεταξύ χρηστών (User to User). Στο δεύτερο μέρος γίνεται ανάλυση του ισχύοντος ενωσιακού νομοθετικού πλαισίου για το ηλεκτρονικό εμπόριο, καθώς και της εθνικής νομοθεσίας, η οποία το έχει ενσωματώσει. Στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Δικαίου εξετάζεται κυρίως η Οδηγία 2000/31 («Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»), η οποία έχει ως στόχο την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών, καθώς προσδιορίζει τις έννοιες «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας», «φορέας παροχής υπηρεσιών», «εγκατεστημένος φορέας παροχής υπηρεσιών», «αποδέκτης της υπηρεσίας», «καταναλωτής», «εμπορικές επικοινωνίες» και «νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα». Όπως επισημαίνεται, ο ενωσιακός νομοθέτης έκρινε ότι οι ισχύουσες διατάξεις του εθνικού δικαίου των κρατών μελών μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά και στις συναλλαγές του ηλεκτρονικού εμπορίου, ενώ σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας η Ε. Ένωση παρεμβαίνει επικουρικά, αποκλειστικά και μόνο στους τομείς που κρίνεται απαραίτητη η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών προκειμένου να λειτουργήσει ελεύθερα η εσωτερική αγορά. Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα που προβλέπονται πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Στο τρίτο μέρος αναλύονται οι γενικές αρχές φορολόγησης του ηλεκτρονικού εμπορίου, τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται οι κατευθυντήριες οδηγίες, που έχουν υιοθετηθεί σε επίπεδο ΟΟΣΑ και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρώτα, οι κοινές διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες όσον αφορά στους φόρους κατανάλωσης, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην Σύνοδο του ΟΟΣΑ στην Οττάβα το 1998 για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Δηλαδή, ουδετερότητα [η φορολογία πρέπει να είναι ουδέτερη και να μην κάνει διακρίσεις ανάμεσα στο ηλεκτρονικό και το παραδοσιακό εμπόριο], αποδοτικότητα [τα έξοδα συμμόρφωσης για τους φορολογούμενους και τα διοικητικά έξοδα για τις φορολογικές διοικήσεις πρέπει να ελαχιστοποιηθούν], βεβαιότητα και απλότητα [σαφείς και απλοί φορολογικοί κανόνες ώστε οι φορολογούμενοι να είναι ενήμεροι των φορολογικών συνεπειών μιας συναλλαγής], αποτελεσματικότητα και δικαιοσύνη [οι φορολογικοί νόμοι πρέπει να είναι αποτελεσματικοί και να μην επιτρέπουν τη φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή κατά το μέγιστο], ευελιξία [τα φορολογικά συστήματα πρέπει να είναι ευέλικτα και δυναμικά ώστε να συμβαδίζουν με τις εξελίξεις της τεχνολογίας και του εμπορίου]. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται ότι οι εθνικές ρυθμίσεις και ενσωματώσεις διεθνών νομοθετικών αρχών φορολόγησης για το ηλεκτρονικό εμπόριο πρέπει να δομούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται η φορολογική εθνική κυριαρχία, να επιτυγχάνεται η ισότιμη διανομή της φορολογητέας βάσης του ηλεκτρονικού εμπορίου ανάμεσα στα κράτη και η αποφυγή της διπλής φορολόγησης και της μη φορολόγησης. Στη συνέχεια εξετάζονται οι κατευθυντήριες οδηγίες για την Φορολογία Κατανάλωσης που υιοθέτησε το 2001 η Επιτροπή Φορολογικών Θεμάτων του ΟΟΣΑ για την φορολόγηση κατανάλωσης των διασυνοριακών υπηρεσιών και άυλων περιουσιακών στοιχείων, στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου. Ειδικότερα, για συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων (Β2Β), ο τόπος κατανάλωσης θα θεωρείται ότι βρίσκεται στον τόπο που ο λήπτης έχει εγκαταστήσει την επιχειρηματική του παρουσία, ενώ για συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και ιδιωτών (B2C), ο τόπος κατανάλωσης θα θεωρείται ότι βρίσκεται στον τόπο συνήθους διαμονής του λήπτη. Κατόπιν, αναλύονται τα ιδιαίτερα ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν ανά είδος φορολογίας. Στον τομέα της άμεσης φορολογίας, εξετάζεται η έννοια της παγκόσμιας φορολόγησης του εισοδήματος (κριτήριο κατοικίας και κριτήριο της πηγής του εισοδήματος). Για την εφαρμογή των Συμβάσεων Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, παρατηρείται ότι ο τόπος εγκατάστασης μιας επιχείρησης προσδιορίζεται κυρίως από τον τόπο αποτελεσματικής διοίκησης. Εντούτοις, στο ηλεκτρονικό εμπόριο, η έννοια του «τόπου αποτελεσματικής διοίκησης» μπορεί να μην δύναται εφαρμοσθεί με ευκολία. Σχετικά, περιγράφεται το σχέδιο που δημοσίευσε ο ΟΟΣΑ προς συζήτηση για την ερμηνεία του όρου «αποτελεσματική διοίκηση», οι παράγοντες και η περαιτέρω ιεράρχηση των κριτηρίων, που προτείνει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του «τόπου πραγματικής διοίκησης». Στην συνέχεια, υποστηρίζεται ότι τα ειδικότερα φορολογικά θέματα που τίθενται σε σχέση με τη άμεση φορολογία είναι, κυρίως, η διερεύνηση εάν οι παραδοσιακές έννοιες της μόνιμης εγκατάστασης και του κράτους της πηγής πρέπει να αναθεωρηθούν, ο χαρακτηρισμός του εισοδήματος και τέλος, η διερεύνηση του εάν η αρχή των ίσων όρων ανταγωνισμού (arm’s length principle) επαρκεί για τις ενδοομιλικές τιμολογήσεις στο χώρο της ψηφιακής οικονομίας καθώς και η διερεύνηση του κατά πόσο τα εισοδήματα από τους επιχειρηματικούς τύπους της ψηφιακής οικονομίας αποτελούν κέρδη από πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών (profits) ή αποτελούν δικαιώματα (royalties). Στο ζήτημα σχετικά με τη μόνιμη εγκατάσταση, παρουσιάζεται η έκθεση του ΟΟΣΑ που περιλαμβάνει σχόλια για την εφαρμογή του άρθρου 5 του προτύπου Σύμβασης για την μόνιμη εγκατάσταση και οι τελικές τροποποιήσεις για τα σχόλια στο Άρθρο 5 για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Ακολούθως, αναλύονται εκτενώς οι θεωρίες για την αμφισβήτηση της έννοιας της μόνιμης εγκατάστασης, τα επιχειρήματα για την διατήρηση της αρχής της μόνιμης εγκατάστασης ως κριτήριο για την άμεση φορολόγηση του ηλεκτρονικού εμπορίου και οι εναλλακτικές προτάσεις για την αντικατάσταση της έννοιας της μόνιμης εγκατάστασης. Όπως υποστηρίζεται, το ζήτημα της φορολόγησης του εισοδήματος στο κράτος προέλευσης ή εγκατάστασης στις διεθνείς συναλλαγές σχετίζεται άμεσα και με τον χαρακτηρισμό του εισοδήματος αυτού. Ειδικά ζητήματα προκύπτουν για τον χαρακτηρισμό των ηλεκτρονικά παρεχόμενων υπηρεσιών και άυλων ψηφιοποιημένων προϊόντων, τα οποία δύνανται να χαρακτηρισθούν ως παροχή υπηρεσίας, ως παροχή δικαιώματος ή ως παράδοση αγαθού. Όπως αναφέρεται, τα εισοδήματα από δικαιώματα κατά κύριο λόγο υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου στο κράτος προέλευσης ενώ το εισόδημα που προέρχεται από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών γενικά υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στο κράτος της μόνιμης εγκατάστασης. Επισημαίνεται, ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ηλεκτρονικού εμπορίου το καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικό χώρο για να αναπτυχθούν φαινόμενα υποτιμολογήσεων-υπερτιμολογήσεων σε κλάδους μιας ψηφιακής επιχείρησης. Οι συναλλαγές αυτές θα είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν λόγω της μεταφοράς της επιχειρηματικότητας στο ηλεκτρονικό περιβάλλον. Ένα πρώτο θέμα που εντοπίζεται είναι η μετατόπιση του πραγματικού τόπου που λαμβάνει χώρα η οικονομική δραστηριότητα, επιλέγοντας για παράδειγμα την χώρα που έχει τον μικρότερο φορολογικό συντελεστή ανεξάρτητα από όπου πραγματικά πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή. Ένα δεύτερο ζήτημα είναι η δυσκολία εφαρμογής των παραδοσιακών αρχών για ενδοομιλικές συναλλαγές στις συναλλαγές της ψηφιακής οικονομίας, με αποτέλεσμα την μεταφορά της φορολογητέας ύλης ή και την πλήρη αποφυγή καταβολής φόρων. Υποστηρίζεται ότι, εάν, σύμφωνα με την ανάλυση στο κεφάλαιο 3.1. πληρούνται τα κριτήρια για τον καθορισμό ενός διαμετακομιστή ως μόνιμης εγκατάστασης, το επόμενο ζήτημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι πόσο εισόδημα μπορεί να διανεμηθεί/αποδοθεί σε αυτήν την μόνιμη εγκατάσταση. Στην συνέχεια, εξετάζονται τα αναδυόμενα θέματα κατανομής εισοδήματος και τιμών μεταβίβασης (Transfer Pricing) ενδοομιλικών συναλλαγών. Αναγνωρίζεται ότι, κατά την εφαρμογή των παραδοσιακών αρχών κατανομής κερδών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, η χρήση του Διαδικτύου έχει μεταβάλλει τα επιχειρηματικά πρότυπα των πολυεθνικών εταιριών, τα οποία περιλαμβάνουν συγκέντρωση πληροφοριακών δεδομένων, λοιπές επιχειρηματικές συνέργιες, κυρίως παροχή υπηρεσιών, συνεχή πελατειακή υποστήριξη και άυλα αγαθά. Αντίστοιχα, η θεώρηση των ζητημάτων έμμεσης φορολογίας επικεντρώνεται, όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, στο άμεσο ηλεκτρονικό εμπόριο, ήτοι στο ηλεκτρονικό εμπόριο που αφορά σε ψηφιακές παροχές υπηρεσιών και όχι στο έμμεσο ηλεκτρονικό εμπόριο, το οποίο αφορά σε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, για οποία η παραγγελία έχει τεθεί ηλεκτρονικά αλλά η φυσική παράδοση γίνεται με τον παραδοσιακό (off-line) τρόπο. Εξάλλου, «η εφαρμογή του συστήματος Φ.Π.Α. στο (άμεσο) ηλεκτρονικό εμπόριο θεωρείται η πιο σημαντική πρόκληση στον τομέα του Φ.Π.Α.». Στο πεδίο αυτό, αναλύεται το κοινό σύστημα ΦΠΑ, όπως προβλέπεται στην Οδηγία 2006/112/ΕΚ και οι διατάξεις για το άμεσο ηλεκτρονικό εμπόριο, οι οποίες έχουν υιοθετηθεί σταδιακά από 1.1.2002. Αναπτύσσονται οι διατάξεις και η σχετική νομολογία, οι οποίες ορίζουν τις ηλεκτρονικά παρεχόμενες υπηρεσίες, τον υποκείμενο στον φόρο, την μόνιμη εγκατάσταση για σκοπούς ΦΠΑ και τον τόπο παροχής των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και των αντίστοιχων φορολογικών υποχρεώσεων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία Φ.Π.Α. από 1/1/2010 έως 31/12/2014 και από 1/1/2015. Σχολιάζεται ότι το καίριο ζήτημα που ανακύπτει είναι κυρίως ο καθορισμός της δικαιοδοσίας που έχει το δικαίωμα φορολόγησης στην παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Ο Φ.Π.Α. και οι λοιποί φόροι κατανάλωσης έχουν σχεδιασθεί ώστε να φορολογούνται οι παροχές των υπηρεσιών στον τόπο πραγματικής κατανάλωσης. Εντούτοις, η άυλη φύση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών καθιστά την φορολόγηση στον πραγματικό τόπο κατανάλωσης δύσκολο εγχείρημα, ιδίως επειδή υφίστανται διαφορετικές απόψεις για το τι συνιστά φορολόγηση σε μια δικαιοδοσία. Στην πράξη, η φορολόγηση υπηρεσιών και άυλων περιουσιακών στοιχείων υπό μια «αυστηρή» δοκιμή κατανάλωσης μπορεί να οδηγήσει σε περίπλοκες καταστάσεις, στις οποίες η απόδοση του φόρου μπορεί να επιφέρει υψηλό διοικητικό κόστος για τις επιχειρήσεις και υψηλό κόστος ελέγχου για τις φορολογικές διοικήσεις. Η νομοθεσία για τον Φ.Π.Α. υπερπηδά τις δυσκολίες αυτές με την χρήση τεκμηρίων για τον καθορισμό του τόπου κατανάλωσης (proxies), ιδίως στις συναλλαγές με ιδιώτες. Η επιβεβαίωση του καθεστώτος και του τόπου εγκατάστασης του πελάτη έγκειται κυρίως στον πάροχο των υπηρεσιών. Ο πάροχος πρέπει να διακριβώσει εάν ο πελάτης είναι κάτοικος της δικής του δικαιοδοσίας ή κάποιας άλλης, ώστε να εφαρμόσει τον αντίστοιχο συντελεστή. Δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να μην εγγραφούν σε κάθε κ-μ για την απόδοση του οφειλόμενου φόρου, αλλά να χρησιμοποιήσουν το ειδικό καθεστώς μικρής μονοαπευθυντικής θυρίδας, με το οποίο εγγράφονται στο κ-μ εγκατάστασής τους ως υποκείμενοι στο ειδικό αυτό καθεστώς. Με την υπαγωγή τους στο ειδικό καθεστώς υποβάλουν μια μόνο δήλωση, η οποία περιέχει τις παροχές ηλεκτρονικών υπηρεσιών και τον οφειλόμενο φόρο ανά κ-μ. Ο οφειλόμενος φόρος στη συνέχεια διανέμεται και αποδίδεται στα κ-μ κατανάλωσης. Τέλος, αναπτύσσονται τα πολύ ενδιαφέροντα επιπλέον ζητήματα έμμεσης φορολογίας τα οποία ανακύπτουν στις ΗΠΑ και τον Καναδά, καθώς στις Η.Π.Α. δεν εφαρμόζεται Φόρος Προστιθέμενης Αξίας αλλά Φόρος Λιανικής Πώλησης σε τοπικό και όχι ομοσπονδιακό επίπεδο. Στο επόμενο κεφάλαιο αναπτύσσονται οι ισχύουσες διατάξεις για την ηλεκτρονική τιμολόγηση, η οποία δύναται να ωθήσει το ηλεκτρονικό εμπόριο και να διευκολύνει τις ελεγκτικές επαληθεύσεις για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων. Οι εναρμονισμένοι κανόνες τιμολόγησης που θεσπίσθηκαν με την Οδηγία 2001/115/ΕΚ αποτελούν σημαντική διευκόλυνση για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε πολλά κράτη-μέλη της ενιαίας εσωτερικής αγοράς καθώς συμμορφώνονται με μια ενιαία δέσμη απλοποιημένων κανόνων τιμολόγησης που ισχύουν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση έναντι διαφορετικών κανόνων που ίσχυαν σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες. Όπως επισημαίνεται, η Οδηγία αυτή συνέβαλε στη μείωση του διοικητικού άχθους για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες και στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, την οποία επιβραδύνουν οπισθοδρομικοί κανόνες τιμολόγησης ενώ ταυτόχρονα διευκόλυνε τις προσπάθειες των φορολογικών διοικήσεων για την καταπολέμηση της απάτης. Η Οδηγία 2010/45/ΕΕ που ακολούθησε, επισημαίνεται ότι επικαιροποιεί τους κανόνες αυτούς: περιλαμβάνει μέτρα όσον αφορά στους κανόνες έκδοσης τιμολογίων, το περιεχόμενο των τιμολογίων, την ηλεκτρονική τιμολόγηση, την αποθήκευση τιμολογίων και το προαιρετικό καθεστώς λογιστικής παρακολούθησης βάσει ταμειακών συναλλαγών (cash accounting scheme) και αποσκοπεί στη δημιουργία ενός συνόλου σύγχρονων και εναρμονισμένων κανόνων που απλουστεύουν τις απαιτήσεις τιμολόγησης για τις επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν στις φορολογικές αρχές τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για τη διασφάλιση της καταβολής των φόρων Στο τελευταίο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο διατυπώνονται τα συμπεράσματα, και προτάσεις βελτίωσης της νομοθεσίας ενώ αναφέρονται και οι σχετικές διοικητικές επιπτώσεις. Όπως αναλύεται στα κεφάλαια της διατριβής, το άμεσο ηλεκτρονικό εμπόριο δύναται να περιλαμβάνει κινητές, εξ αποστάσεων ή ανώνυμες συναλλαγές, στις οποίες ο πάροχος μπορεί να είναι εγκατεστημένος μακριά από την φορολογική δικαιοδοσία ή ο προορισμός των υπηρεσιών μπορεί να τύχει μεταχείρισης. Κατά συνέπεια, μπορεί να μην καταβάλλεται φορολογία, θέτοντας τις παραδοσιακές επιχειρήσεις σε συγκριτικό μειονέκτημα και μειώνοντας τα συνολικά φορολογικά έσοδα. Η διατριβή καταλήγει στο ότι οι αρχές του φορολογικού συστήματος όσον αφορά στο άμεσο ηλεκτρονικό εμπόριο πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ακόλουθες δυο παραμέτρους: 1. Οι συναλλαγές με διασυνοριακό χαρακτήρα δεν θα πρέπει να φορολογούνται λιγότερο από ότι οι εθνικές συναλλαγές, ώστε να μην ενισχύεται η φοροαποφυγή και ο επιζήμιος φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ κ-μ. 2. Θα πρέπει να αποφευχθεί η μετεγκατάσταση οικονομικής δραστηριότητας εξαιτίας του φορολογικού πλαισίου, δημιουργώντας στρεβλώσεις οι οποίες εμποδίζουν την ανάπτυξη. Το φορολογικό σύστημα το οποίο θα επιβληθεί πρέπει να βασίζεται στην ουδετερότητα, την διοικητική απλότητα και την δικαιοσύνη στην απόδοση των φορολογικών εσόδων μεταξύ των εμπλεκόμενων φορολογικών διοικήσεων. Η φορολογική ουδετερότητα προϋποθέτει ότι οι αντίστοιχες συναλλαγές φορολογούνται ισότιμα, ώστε αγοραστικές αποφάσεις για προϊόντα, υπηρεσίες και δικαιώματα λαμβάνονται σύμφωνα με πραγματικά κριτήρια και όχι εξαιτίας φορολογικών διατάξεων. Εάν το ηλεκτρονικό εμπόριο δεν φορολογείται όπως οι άλλες μορφές εμπορίου, στρέβλωση των όρων ανταγωνισμού δύναται να προκύψουν. Το ζήτημα μπορεί να προκύψει τόσο σε διεθνές όσο και σε εσωτερικό επίπεδο. Σε εσωτερικό επίπεδο, ανακύπτουν ζητήματα ανταγωνισμού και δικαιοσύνης μεταξύ παραδοσιακών και ηλεκτρονικών επιχειρήσεων. Διεθνώς, καθώς και μεταξύ πολιτειών της Αμερικής, όπου υφίστανται διαφορετικά συστήματα φόρου εισοδήματος και κατανάλωσης, ανακύπτει το περίπλοκο ζήτημα της μετεγκατάστασης επιχειρηματικής δραστηριότητας σε φορολογικούς παραδείσους, λόγω των φορολογικών πλεονεκτημάτων που παρέχουν και της άυλης φύσης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, κρίνεται απαραίτητο να υιοθετηθούν παγκοσμίως ομοιόμορφοι κανόνες όσον αφορά το άμεσο ηλεκτρονικό εμπόριο. Στον τομέα της άμεσης φορολογίας, καθώς δεν υφίσταται νομοθεσία σε επίπεδο Ε. Ένωσης, τα κ-μ διατηρούν την ελευθερία να καθορίζουν τους φορολογικούς κανόνες που θεωρούν κατάλληλους και να αποδίδουν δικαιώματα φορολόγησης μεταξύ τους, όχι πάντα αρμονικά. Επισημαίνεται ότι η ψηφιακή οικονομία βασίζεται απαρέγκλιτα σε άυλα αγαθά, στην χρήση προσωπικών δεδομένων, στην ανάπτυξη πολυμερών επιχειρηματικών προτύπων τα οποία δημιουργούν προστιθέμενη αξία από την χρήση δωρεάν ηλεκτρονικών εφαρμογών και ταυτόχρονα στην δυσκολία καθορισμού της φορολογικής δικαιοδοσίας, στην οποία πραγματοποιείται αυτή η προστιθέμενη αξία. Οι παράγοντες αυτοί εγείρουν σημαντικά ερωτήματα ως προς τον τρόπο που οι επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται και δημιουργούν κέρδη στην ψηφιακή οικονομία και κατά συνέπεια, ως προς τον τρόπο που οι παραδοσιακές έννοιες του κράτους εγκατάστασης και του κράτους πηγής εφαρμόζονται. Παράλληλα, η μελέτη αναγνωρίζει ότι οι εναλλακτικοί τρόποι του επιχειρείν που προσφέρει το ηλεκτρονικό εμπόριο και που δύνανται να οδηγούν σε μετεγκατάσταση σε άλλες φορολογικές δικαιοδοσίες με αποτέλεσμα την αναδιανομή των φορολογητέων εισοδημάτων δεν σημαίνει εξ ορισμού ότι υφίσταται διάβρωση της φορολογικής βάσης και μετατόπισης κερδών. Απαιτείται ενδελεχής εξέταση των επιχειρηματικών προτύπων της ψηφιακής οικονομίας προκειμένου εν συνεχεία να καθορισθεί εάν και σε ποιο σημείο είναι απαραίτητη η αναμόρφωση των υφιστάμενων κανόνων, ώστε να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ψηφιακής οικονομίας και να αποφευχθεί η διάβρωση της φορολογικής βάσης και η μετατόπιση κερδών (και στον τομέα της έμμεσης φορολογίας). Οι αρχές που πρέπει να καθορισθούν για την άμεση φορολόγηση του ηλεκτρονικού εμπορίου είναι: 1. Όσον αφορά στην ευρεία ερμηνεία του όρου της μόνιμης εγκατάστασης και τα ερμηνευτικά σχόλια του άρθρου 5 της πρότυπης σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας του ΟΟΣΑ, τα οποία ορίζουν ότι ακόμη και ένας διαμετακομιστής μπορεί να αποτελέσει μόνιμη εγκατάσταση, θεωρούμε ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν με σκεπτικισμό. Εάν μια ιστοσελίδα ή ένας διαμετακομιστής μπορεί να χαρακτηρισθεί μόνιμη εγκατάσταση, αυτή δύναται να είναι εγκατεστημένη σε ένα «φορολογικό παράδεισο» ενώ οι κύριες λειτουργίες να διενεργούνται μέσω ανάθεσης εργασιών στην Ε.Ε., η οποία όμως δεν θα δικαιούται να επιβάλλει άμεση φορολόγηση. Εξάλλου, ο καθορισμός του διαμετακομιστή ως μόνιμης εγκατάστασης έχει διττές συνέπειες για τα κ-μ της Ένωσης. Αφενός, ένα κ-μ θα έχει δικαίωμα να φορολογήσει το εισόδημα μιας μόνιμης εγκατάστασης μιας αλλοδαπής επιχείρησης, αλλά εάν είναι κ-μ εγκατάστασης μιας επιχείρησης, θα πρέπει να μην φορολογεί το εισόδημα μιας μόνιμης εγκατάστασης σε άλλη χώρα ή να παρέχει έκπτωση για τον φόρο που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή. Πιο αξιόπιστο εργαλείο δύναται να στοιχειοθετηθεί η «οικονομική υπόσταση» της παρουσίας μιας επιχείρησης, η οποία παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες παρά η είσπραξη θεωρητικών εσόδων από κάποιον ηλεκτρονικό εξοπλισμό, ο οποίος θα είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Εν κατακλείδι, η ευρεία έννοια της μόνιμης εγκατάστασης δύναται να αποτελέσει ένα στοιχείο έντασης του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού, σε αντίθεση με τις αναληφθείσες πρωτοβουλίες σε επίπεδο Ε. Ένωσης και ΟΟΣΑ, 2. Όσον αφορά στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο ηλεκτρονικό εμπόριο το πρόβλημα που μπορεί να προκύψει είναι να ερμηνευθεί το κριτήριο του αντιπροσώπου ως μόνιμης εγκατάστασης κατά το Άρθρο 5 παρ. 5 σε πολύ ευρεία παρά σε στενή έννοια. Μια πρόταση η οποία θα μπορούσε να υποστηριχθεί είναι να προστεθεί στα Ερμηνευτικά Σχόλια της Προτύπου Σύμβασης ότι ακόμα και εάν η αλλοδαπή επιχείρηση δεν συμμετέχει ενεργά στην κατάρτιση του συμβολαίου με τον πελάτη τη στιγμή που διαμορφώνεται η συμφωνία, εάν το πρόσωπο που καταρτίζει το συμβόλαιο απλά ακολουθεί τις οδηγίες που έχουν δοθεί από την αλλοδαπή επιχείρηση η οποία στην ουσία διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να καθορίσει τους όρους της εμπορικής συναλλαγής, αυτό το πρόσωπο δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόσωπο που καταρτίζει συμβόλαια στο όνομα της αλλοδαπής επιχείρησης κατά την έννοια του Άρθρου 5 παρ. 5. 3. Συνεπώς, οι εργασίες του ΟΟΣΑ πρέπει να επικεντρωθούν στην στοιχειοθέτηση της «οικονομικής υπόστασης» και «πραγματικής διοίκησης» της επιχείρησης που παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες και την αντίστοιχη προσαρμογή των μεθόδων κατανομής φορολογητέου εισοδήματος και κερδών. 4. Σε επίπεδο Ε. Ένωσης, μια λύση που θα μπορούσε να υιοθετηθεί και να προταθεί και ως συνεισφορά της Ε. Ένωσης στις εργασίες του ΟΟΣΑ, είναι η προσαρμογή της υπό εξέταση στο Συμβούλιο πρότασης Οδηγίας για την Κοινή Ενοποιημένη Βάση Φορολογίας Εταιρειών. Ειδικότερα, στις προτεινόμενες διατάξεις θα μπορούσε να συμπεριληφθεί ειδικός ορισμός για τις μόνιμες εγκαταστάσεις επιχειρήσεων ηλεκτρονικού εμπορίου και το εισόδημα από τις εγκαταστάσεις αυτές να συμπεριλαμβάνεται στους παράγοντες υπολογισμού του μεριδίου της φορολογητέας βάσης. 5. Μια εξίσου εναλλακτική πρόταση, η οποία θα μπορούσε να υποστηριχθεί, θα ήταν η εναρμόνιση της άμεσης με την έμμεση φορολόγηση του άμεσου ηλεκτρονικού εμπορίου. Θα μπορούσε να θεσπισθεί ένα σύστημα το οποίο θα βασίζεται στην αρχή της φορολόγησης στον τόπο κατανάλωσης. Αυτό θα, ερχόταν σε αντίθεση με τις υφιστάμενες αρχές του διεθνούς φορολογικού δικαίου για φορολόγηση στο κράτος εγκατάστασης της επιχείρησης και φορολόγηση μόνο στο κ-μ πηγής του εισοδήματος σε περιπτώσεις που αυτό αποδίδεται σε ανεξάρτητη οικονομική μονάδα. Μια τέτοια λύση θα απαιτούσε διεθνή συμφωνία και ανάπτυξη της τεχνικής υποδομής, μέσω της χρήσης της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και πιστοποιημένων τρίτων μερών για την υλοποίησή της. 6. Εν κατακλείδι, όποια προσέγγιση και εάν ακολουθηθεί όσον αφορά στην άμεση φορολογία, κρίνεται απαραίτητη η επίτευξη συμφωνίας για κοινή μεθοδολογία μεταξύ Ε. Ένωσης και Ο.Ο.Σ.Α. όσον αφορά στην φορολογική μεταχείριση του άμεσου ηλεκτρονικού εμπορίου, στο πλαίσιο της πολυμερούς σύμβασης για την αμοιβαία Διοικητική συνεργασία στα φορολογικά θέματα Στο πλαίσιο της Σύμβασης, θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία για την ανταλλαγή πληροφοριών και στον τομέα αυτό, προκειμένου να διασφαλισθεί η επιβολή της φορολόγησης. Στον τομέα της έμμεσης φορολογίας, επισημαίνεται ότι όσον η νομική ασφάλεια δεν διασφαλίζεται σε ενωσιακό επίπεδο, τα κράτη μέλη είναι πιθανόν να θεσπίσουν διοικητικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο. Εντούτοις, οι προσπάθειες πρέπει να ενταθούν για θέσπιση κατευθυντήριων οδηγιών σε επίπεδο Ένωσης ή ακόμη και σε παγκόσμιο επίπεδο, σε πλαίσιο ΟΟΣΑ, ώστε να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινού συστήματος Φ.Π.Α. Η πρώτη πρόκληση έγκειται στον καθορισμό του τόπου φορολόγησης και έχει εν γένει αντιμετωπισθεί από τις φορολογικές διοικήσεις. Κάποιες τον καθορίζουν ως τον τόπο που ο πελάτης είναι εγκατεστημένος (χρησιμοποιώντας και τεκμήρια για τον προσδιορισμό του) ενώ άλλες έχουν λάβει διοικητικά μέτρα για την διασφάλιση της εφαρμογής των υιοθετηθέντων γενικών αρχών φορολόγησης του ηλεκτρονικού εμπορίου. Η κύρια δυσκολία έγκειται στον εντοπισμό της φορολογικής βάσης του παρόχου, ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε διαφορετικό τόπο από τον τόπο εγκατάστασης του πελάτη. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η αγορά έχει διαμορφωθεί από την παρουσία μικρού αριθμού αναγνωρισμένων επιχειρήσεων με καθιερωμένα εθνικά ή διεθνώς λογότυπα Η δεύτερη πρόκληση σχετίζεται με την μεταχείριση του συνόλου των συναλλαγών, οι οποίες προκύπτουν από την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου. Εκτός των παραδοσιακών ψηφιοποιημένων προϊόντων (μουσική, λογισμικό, βιβλία, ταινίες) αναδύονται νέες μορφές προϊόντων, όπως πακέτα φωτογραφιών, μουσικής και πληροφόρησης. Όπως υποστηρίζεται, οι κανόνες για την κατηγοριοποίηση μεταξύ αγαθών και υπηρεσιών και τον καθορισμό του τόπου παροχής υπηρεσιών πρέπει να αναπροσαρμόζονται στις εξελίξεις. Αυτές οι εξελίξεις επιδρούν στον βαθμό που οι φορολογικές διοικήσεις έχουν την δυνατότητα να ελέγξουν εάν οι υποκείμενοι στον Φ.Π.Α./λοιπούς φόρους κατανάλωσης έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους. Στο πνεύμα αυτό, υποστηρίζεται ότι οι πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τόσο σε επίπεδο Συμβουλίου όσο σε επίπεδο εκτελεστικών αρμοδιοτήτων Επιτροπής, κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση. Απαιτείται όμως διεθνής συνειδητοποίηση επί του ζητήματος προκειμένου οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών να συμμορφωθούν με τους κανόνες Φ.Π.Α. της Ένωσης και αυτό καθίσταται δυνατό να πραγματοποιηθεί μέσω των εργασιών του ΟΟΣΑ για την μελέτη της ψηφιακής οικονομίας. Παράλληλα, και σε επίπεδο Ε. Ένωσης, η υιοθέτηση των εντολών διαπραγμάτευσης της Επιτροπής, εκ μέρους της Ε. Ένωσης, για την σύναψη συμφωνιών διοικητικής συνεργασίας στον τομέα του ΦΠΑ με τρίτες χώρες αναμένεται να αποτελέσει θετικό βήμα προς την διασφάλιση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων τρίτων χωρών. Επισημαίνεται ότι εκτός από το νομοθετικό πλαίσιο, οι εργασίες πρέπει να επικεντρωθούν στην χρήση των νέων τεχνολογιών, μέσω της απλοποιημένης ηλεκτρονικής υποβολής δηλώσεων, ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, ανάπτυξη εναλλακτικών μεθόδων για την αποτελεσματική είσπραξη του φόρου. Τέλος, όπως και στην άμεση φορολογία, μια λύση θα ήταν η επίτευξη συμφωνίας για κοινή μεθοδολογία μεταξύ Ε. Ένωσης και Ο.Ο.Σ.Α. όσον αφορά στην φορολογική μεταχείριση του άμεσου ηλεκτρονικού εμπορίου, στο πλαίσιο της πολυμερούς σύμβασης για την αμοιβαία Διοικητική συνεργασία στα φορολογικά θέματα. Στο πλαίσιο της Σύμβασης, θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία για την ανταλλαγή πληροφοριών και στον τομέα αυτό, προκειμένου να διασφαλισθεί η επιβολή της φορολόγησης.
  • Τεκμήριο
    Σύγχρονα εργαλεία εκτίμησης πιστωτικού κινδύνου: η περίπτωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος 2002-2009
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 24/06/2014) Λευκαδίτης, Κωνσταντίνος Χρ.; Τσάμης, Αναστάσιος Δ.; Λεβεντίδης, Ιωάννης; Αποστόλου, Απόστολος; Πάντειο Πανεπιστήμιο,Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
    Η διδακτορική διατριβή περιλαμβάνει τέσσερις θεματικές ενότητες. 1) Περιγράφεται η προέλευση της έννοιας του κινδύνου (risk) και μία ιστορική αναδρομή εξέλιξης του πιστωτικού κινδύνου και του τραπεζικού συστήματος από την αρχαία Αθήνα μέχρι και σήμερα. 2) Αναλύονται οι γνωστοί μέθοδοι υπολογισμού του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου συγκέντρωσης. 3) Υπολογίζεται και αναλύεται ο πιστωτικός κίνδυνος των εισηγμένων και μη εισηγμένων εταιρειών (εταιρείες με βιβλία Γ' κατηγορίας) για την περίοδο 2002-2009 μέσω υπολογισμού σχετικών δεικτών πιστωτικού κινδύνου και σύγκρισης μεγεθών από στοιχεία την Τράπεζα της Ελλάδος. 4) Αναπτύσσεται μαθηματικό μοντέλο το οποίο ενοποιεί το Credit VaR ενός δανειακού χαρτοφυλακίου επιχειρηματικών δανείων με τις κεφαλαιακές του απαιτήσεις και τον δείκτη Herfindahl (HF index) που μετράει τον κίνδυνο συγκέντρωσης πιστούχου. Ο στόχος είναι να ενσωματωθεί στις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα ανωτέρω δάνεια και ο κίνδυνος συγκέντρωσης.
  • Τεκμήριο
    Επιλογή και κατάταξη τεχνικών ως προς την κερδοφορία τους
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2010) Μανουδάκης, Κοσμάς Κ.; Σταμάτης, Γιώργος; Συριόπουλος, Κωνσταντίνος; Μαυρουδέας, Σταύρος Δ., 1961-; Πάντειο Πανεπιστήμιο,Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
    Η ανά χείρας διατριβή ασχολείται με το πρόβλημα των μεθόδων επιλογής. Όταν επιλέγεται μια τεχνική παραγωγής, ουσιαστικά επιλέγεται μια συγκεκριμένη διαδικασία παραγωγής από το σύνολο των διαθεσίμων διαδικασίων, με βάση το βέλτιστο κατά συνθήκη κριτήριο. Τα κριτήρια τα οποία που παρουσιάζονται είναι w-r , το κριτήριο της ελαχιστοποίησης του κόστους , ο αλγόριθμος του Bidard και το επονομαζόμενο «κριτήριο του John von Neumann». Με βάση τις συνήθεις νεο – ρικαρδιανές παραδοχές για τις γραμμικές τεχνικές παραγωγής , εξετάζεται αν μια σύγκριση των παραπάνω τεχνικών παραγωγής είναι δυνατή σύμφωνα με οποιαδήποτε από τα ανωτέρω κριτήρια . Το κύριο συμπέρασμα αυτής της διατριβής είναι ότι είναι αδύνατο είτε σε ένα νεοκλασικό , ή νεο- ρικαρδιανό " αναλυτικό πλαίσιο να επιλεγεί ή να καταταχθεί μια τεχνική παραγωγής μεταξύ άλλων, σύμφωνα με οποιοδήποτε από τα παραπάνω κριτήρια ακόμα και στην ειδική περίπτωση των μη διασπώμενων τεχνικών απλής παραγωγής . Κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι η κατάταξη και η επιλογή τεχνικών είναι δυνατή μόνο σε corn-economies, σε χαραζοφιανά συστήματα παραγωγής καθώς φυσικά και σε μια οικονομία a ℓa von Neumann . Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα δεν επιλέγονται ή κατατάσσονται τεχνικές παραγωγής, αλλά τυπικά υποσυστήματα.
  • Τεκμήριο
    Επιδράσεις της κοινωνικής διδασκαλίας της Kαθολικής Eκκλησίας σε δημόσιους θεσμούς
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 06/02/2014) Δίελλας, Γεώργιος Λ.; Περεντίδης, Σταύρος, 1949-; Σαλάχας, Δημήτριος; Παπαρίζος, Αντώνης, 1952-; Πάντειο Πανεπιστήμιο,Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
    Το θεωρητικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το αντικείμενο της διατριβής, είναι αυτό των επιστημών οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτείας. Ειδικότερα, η βασική προβληματική της διατριβής αφορά την εξέλιξη και διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής διδασκαλίας της Καθολικής Εκκλησίας, καθώς και την επίδραση που αυτή είχε στη διαμόρφωση της δημόσιας (κρατικής) εξουσίας, πολιτικής και διοίκησης. Ειδικότερα ζητήματα αποτελούν η ανάπτυξη μιας θεωρίας του κράτους, η διάκριση κράτους και κοινωνίας, οι σχέσεις οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, η θέσπιση και ο σκοπός της πολιτικής κοινωνίας, το εύρος και οι περιορισμοί των αρμοδιοτήτων της πολιτικής εξουσίας, η υπόδειξη ή η υπονόμευση συγκεκριμένων δημόσιων πολιτικών, η κριτική του δημοκρατικού συστήματος, η αυτονόμηση της κοινωνίας των πολιτών και οι σχέσεις της προς την κρατική εξουσία, η θεμελιώδης αρχή του ¨κοινού καλού¨, η διατύπωση των αρχών της ¨αλληλεγγύης¨ και της ¨επικουρικότητας¨, καθώς και η συμβολή στην ανάπτυξη και οργάνωση της διεθνούς κοινότητας. Μέχρι σήμερα το κύριο βάρος της σχετικής έρευνας έχει δοθεί στη μελέτη της ανάπτυξης πολιτειολογικών θεωριών από σημαντικούς συγγραφείς όπως ο Αυγουστίνος ή ο Θωμάς Ακινάτης, στα αίτια και τις επιπτώσεις του περί περιβολής (de investiture) αγώνα ή σε εξειδικευμένες περιπτώσεις, στη διατύπωση πολιτικών – διοικητικών απόψεων μέσω των specula principum των μεσαιωνικών, χριστιανικών κατά κύριο λόγο, κατόπτρων των ηγεμόνων. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της τάσης ήταν το βάρος να δίνεται πολύ περισσότερο στο regimen regale (τη βασιλική διακυβέρνηση) και τη σχέση της προς το regimen animarum (τη διακυβέρνηση ψυχών) και λιγότερο στο regimen politicum την πολιτική διακυβέρνηση, που αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της έρευνας, στο πλαίσιο της υποβαλλόμενης διδακτορικής διατριβής. Η διατριβή διακρίνεται σε δύο μέρη. Το πρώτο, διακρίνεται σε δύο επιμέρους κεφάλαια, το πρώτο των οποίων αναφέρεται στα ιστορικά προλεγόμενα και περιλαμβάνει την ιστορική εξέλιξη και διαμόρφωση του ιστορικού πλαισίου, με αφετηρία τις πρώιμες απόψεις της Εκκλησίας για την εξουσία και την πολιτειακή συγκρότηση. Ακολούθως εξετάζονται διακεκριμένοι στοχαστές που επηρέασαν καθοριστικά τη σχετική προβληματική, όπως ο Αυγουστίνος, ο Γρηγόριος Α΄ ο Μέγας, ο Γρηγόριος Ζ΄, ο Ιννοκέντιος Γ΄ και ο Θωμάς Ακινάτης. Το δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους προσεγγίζει τη συνάντηση των πολιτειακών απόψεων που διαμορφώθηκαν στο ανωτέρω ιστορικό πλαίσιο με το νεότερο κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται η ιδέα της αντίστασης στην αυθεντία της Εκκλησίας, η θεωρία του Συνοδισμού (conciliarismus), οι επιδράσεις της Μεταρρύθμισης αλλά και της Αντιμεταρρύθμισης. Επίσης προσεγγίζεται η εξέλιξη των σχετικών απόψεων της Εκκλησίας υπό το πρίσμα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης και αναλύεται ειδικότερα η περίοδος του 19ου αιώνα και οι πολιτικές προϋποθέσεις ανάπτυξης της κοινωνικής διδασκαλίας. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με ειδικότερη αναφορά στον Πίο Θ΄ και τη διδασκαλία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της Α΄ Συνόδου του Βατικανού. Ως χρονική αφετηρία του δεύτερου μέρους της διατριβής τίθεται η έκδοση της θεμελιώδους κοινωνικής εγκυκλίου Rerum Novarum (περί του εργατικού ζητήματος) του Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ το 1891 και πέρας, η εγκύκλιος Caritas in Veritate (περί της ολοκληρωμένης προόδου του ανθρώπου) του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄ το 2009. Η εγκύκλιος Rerum Novarum, ακολουθεί την Α΄ Σύνοδο του Βατικανού (1869 – 1870) και την έκδοση των εγκυκλίων Diuturnum το 1881 (περί των αρχών της κρατικής εξουσίας), Immortale Dei το 1885 (περί του συντονισμού της συνεργασίας Κράτους και Εκκλησίας), Sapientiae Christianae το 1890 (περί των βασικών υποχρεώσεων του χριστιανού πολίτη) και Libertas το 1888 (περί της ελευθερίας του ανθρώπου). Η εγκύκλιος αυτή, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες που αναφέρονται σ’ αυτή την παράγραφο, αποτελεί τη βάση της σύγχρονης Καθολικής κοινωνικής διδασκαλίας και αποδεικνύεται ότι επηρέασε όσο λίγα κείμενα το υπό διερεύνηση ζήτημα. Ακολούθως, εξετάζονται η εγκύκλιος Quadragesimo anno το 1931 (περί του κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος) από τον Πάπα Πίο ΙΑ΄ και οι εγκύκλιοι Mit brennender Sorge το 1937 (περί της καταστάσεως της Καθολικής Εκκλησίας στη ναζιστική Γερμανία) και Divini Redemptoris επίσης το 1937 (περί του άθεου κομμουνισμού). Με τη μελέτη των πηγών αυτών, ολοκληρώνεται η περίοδος της έρευνας που καλύπτει το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Ακολούθως εξετάζονται οι εγκύκλιοι Mater et Magistra το 1961 (περί των νεωτέρων εξελίξεων του κοινωνικού προβλήματος) και Pacem in Terris το 1963 (περί της ειρήνης όλων των εθνών) του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, τα πορίσματα (δογματικές και ποιμαντικές διατάξεις και μηνύματα) της Β΄ Συνόδου του Βατικανού 1962 - 1965, οι εγκύκλιοι Populorum Progressio το 1967 (περί της ανάπτυξης των λαών) και Octogesima Adveniens το 1971 (για τα ογδόντα χρόνια από την εγκύκλιο Rerum Novarum) του Πάπα Παύλου Στ΄ και οι εγκύκλιοι Laborem exercens το 1981 (περί της ανθρώπινης εργασίας) και Sollicitudo rei socialis το 1987 (περί της κοινωνικής μέριμνας) του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄. Η περίοδος αυτή καλύπτει το χρονικό διάστημα του ψυχρού πολέμου που ακολουθεί τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και ολοκληρώνεται συμβολικά με την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989. Στη συνέχεια μελετώνται οι εγκύκλιοι Centesimus annus το 1991 (περί του εργατικού ζητήματος) και Socialium Scientiarum το 1994 περί της ίδρυσης ποντιφικής ακαδημίας κοινωνικών επιστημών) του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ και οι εγκύκλιοι Deus Caritas est το 2005 (περί της χριστιανικής αγάπης) και Caritas in Veritate το 2009 (περί της ολοκληρωμένης προόδου του ανθρώπου) του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄. Την περίοδο αυτή μελετάται επίσης η αποστολική διάταξη Fidei Depositum το 1992 (για τη δημοσίευση της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας) του Ιωάννη Παύλου Β΄ και η συνοπτική της εκδοχή που δημοσιεύθηκε με ιδιόβουλο του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄ το 2005. Σημαντικά ζητήματα που ερευνώνται παράλληλα και που αν και χρονικά εντάσσονται στις ανωτέρω περιόδους, εντούτοις έχουν οριζόντια επίδραση στον πυρήνα της έρευνας, αποτελούν: η εμφάνιση και λειτουργία της χριστιανοδημοκρατίας σε πολλές αστικές κοινωνίες, η οργάνωση δυναμικών κινήσεων της κοινωνίας των πολιτών (π.χ. Action Catholique) και η ιστορική εξέλιξή και επίδρασή τους στο υπό μελέτη ζήτημα, η ίδρυση του κράτους του Βατικανού το 1929 και η επίδραση της διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Αγίας Έδρας (π.χ. υπογραφή κονκορδάτων κ.λπ.), η πολιτική οργάνωση αυτού του κράτους, το οργανωτικό - διοικητικό μοντέλο της Καθολικής Εκκλησίας και η συγκριτική του ανάλυση στο πλαίσιο των διοικητικών συστημάτων, το φαινόμενο του χριστιανικού κοινωνισμού, η σταδιακή ανάπτυξη της ¨θεολογίας της απελευθέρωσης¨ και η επίδρασή της τόσο επί της καθόλου κοινωνικής διδασκαλίας όσο και ειδικότερα σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, η πτώση του ανατολικού συνασπισμού, η συμβολή της Καθολικής Εκκλησίας στην ίδρυση διεθνών οργανισμών, κ.α. Η διατριβή περιλαμβάνει δύο excursus, το πρώτο των οποίων αναφέρεται στην έννοια της εργασίας στην κοινωνική διδασκαλία και το δεύτερο στη σχέση της κοινωνικής διδασκαλίας με την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ακολουθούν τα συμπεράσματα και η αναλυτική παράθεση των πηγών και της σχετικής βιβλιογραφίας. Η διατριβή ολοκληρώνεται με ένα εκτενές παράρτημα στο οποίο δημοσιεύεται για πρώτη φορά η μόνη αντίστοιχη (από μεθοδολογικής απόψεως) προσέγγιση των ζητημάτων που τίθενται στο πλαίσιο της κοινωνικής διδασκαλίας της Καθολικής Εκκλησίας, εκ μέρους της Ανατολικής Εκκλησίας και ειδικότερα οι αρχές του κοινωνικού δόγματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο βασικός προβληματισμός και οι υποθέσεις εργασίας της έρευνας, που ακολουθεί την περιγραφική – ιστορική προσέγγιση, υπήρξαν αφ’ ενός η ανάδειξη και κωδικοποίηση των θεμελιωδών πτυχών της καθολικής κοινωνικής διδασκαλίας και η επιβεβαίωση της συγκρότησης μιας συγκεκριμένης πολιτειολογικής πρότασης εκ μέρους της και αφ’ ετέρου η διερεύνηση της θεωρητικής – ιδεολογικής αλλά και πρακτικής επίδρασής της στην δυτική πολιτειολογία. Η σημασία των αποτελεσμάτων έγκειται στην κάλυψη του κενού που υφίσταται σήμερα σε επίπεδο βιβλιογραφίας γύρω από το ζήτημα και η ανάδειξη επιμέρους θεμάτων που εντάσσονται στα επιστημονικά πεδία της ιστορίας των θεσμών, της συγκριτικής ανάλυσης διοικητικών συστημάτων, και της δημόσιας διοίκησης και πολιτικής. Η μεθοδολογία της έρευνας βασίστηκε πρωτίστως στην μελέτη των πρωτογενών πηγών (εγκύκλιοι, αδημοσίευτα κείμενα, κ.α.), στην ιστορική τους εξέλιξη, συνδυαστικά με τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας.
  • Τεκμήριο
    Ανάλυση προβλημάτων, ευκαιριών και εξελίξεων κατά το σχεδιασμό στρατηγικών επικοινωνίας και προβολής των προϊόντων και υπηρεσιών στις αγορές μεταξύ των οργανισμών και επιχειρήσεων
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2003) Σπάης, Γεώργιος Σ.; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Δημοσιονομική κρίση και περιφερειακή ανάπτυξη : η μελέτη των διαχωρικών, διαχρονικών, περιοδικών ... [κ.ά.]
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 1990) Ψυχάρης, Γιάννης Κ.; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Το συνταγματικό και θεσμικό πλαίσιο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης : συμβολή στην ερμηνεία των παραγράφων 1-4 και 7-9, του άρθρου 16 του Συντάγματος και της σχετικής νομοθεσίας
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2003) Ροδίτου, Σοφία; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Στέρηση των αποδοχών υπαλλήλων του δημοσίου, των ΝΠΔΔ, των ΟΤΑ κλπ. λόγω επιβολής πειθαρχικής ποινής και συνέπεια συναφών διοικητικών πράξεων
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2008) Σκουτέλη, Μαρία; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Η ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία και τα όρια του διακυβερνητισμού : συμβολή στη διερεύνηση της ενοποιητικής δυναμικής - επιδράσεις στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού μετά τη θέσπιση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 1988) Πασσάς, Αργύρης Γ.; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Οργάνωση και διοίκηση του φυσικού και παιδαγωγικού περιβάλλοντος και της υποδομής των κτιρίων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2002) Παπαχρήστου, Μαρία; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Ο θεσμός της συνταγματικής δικαιοσύνης στη Γιουγκοσλαβία
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 1992) Παπάζογλου-Μητροπούλου, Αιμιλία Ι.; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Νομική προστασία (ατομικά-κοινωνικά-πολιτικά και αστικά δικαιώματα) μεταναστών (υπηκόων τρίτων χωρών) στην Ελλάδα
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2012) Παπαδημητροπούλου, Ασπασία Π.; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Η δομή της ελληνικής βιομηχανίας και ο τομέας παραγωγής προιόντων παγίου κεφαλαίου
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 1991) Οικονομίδης, Χαράλαμπος; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Κλαδική ανάλυση της παραγωγικότητας και της τεχνολογικής προόδου στην ελληνική βιομηχανία : σύγκριση με Γαλλία, Δανία, Ιταλία και Ισπανία
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2008) Ξυδάκης, Δημήτριος Ι.; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης
  • Τεκμήριο
    Η δυνατότητα πρόβλεψης της πτώχευσης των εταιριών : με τη χρήση λογιστικών και μακροοικονομικών μεταβλητών
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2007) Ντόκας, Ιωάννης Γ.; Πάντειο Πανεπιστημίο, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης