Διδακτορικές διατριβές

Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://beta-pandemos.panteion.gr/handle/123456789/12

Νέα

Αυτή είναι η συλλογή από το παλιό σύστημα με ID:cid:13

Περιηγούμαι

Πρόσφατες Υποβολές

Τώρα δείχνει 1 - 20 από 95
  • Τεκμήριο
    Η μειονοτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών l, 2015) Κολλάρος, Βασίλειος Ν.; Συρίγος, Άγγελος; Τούντα-Φεργάδη, Αρετή; Χατζηβασιλείου, Ευάνθης, 1966-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Η ζωή και το έργο του Ελευθερίου Βενιζέλου αποτελούσε ανέκαθεν πόλο έλξης για τους ιστορικούς ερευνητές. Μια άκρως ενδιαφέρουσα πτυχή του πολιτικού του έργου, η οποία έχει αναλυθεί αποσπασματικά και όχι με τη μορφή μιας ολοκληρωμένης μελέτης, αφορά τον τρόπο αντίληψης και αντιμετώπισης των μειονοτήτων από τον Βενιζέλο. Το εν λόγω κενό στην ελληνική βιβλιογραφία ευελπιστεί να καλύψει η παρούσα επιστημονική εργασία. Επομένως, η μειονοτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι το θέμα της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής. Η έρευνα γύρω από τη μειονοτική πολιτική του Βενιζέλου καλύπτει μια από τις πιο σημαντικότερες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Με αφετηρία τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας (1898), όταν ο Κρητικός πολιτικός εισήλθε στον πολιτικό στίβο, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τα στοιχεία εκείνα, τα οποία αποτέλεσαν τις βασικές συνιστώσες της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής. Με την ανάλυση της τελευταίας κυβερνητικής τετραετίας του, 1928-1932, ολοκληρώνεται η έρευνα γύρω από τον Βενιζέλο και τις μειονότητες. Η τριβή του Βενιζέλου, με πληθυσμιακές ομάδες, που ενστερνίζονταν διαφορετικές φυλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές αντιλήψεις, ξεκίνησε πριν ακόμα ο ίδιος ενταχθεί στην πολιτική. Ο Βενιζέλος γεννήθηκε στην οθωμανική Κρήτη· επομένως η επαφή του με το μουσουλμανικό στοιχείο του νησιού καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη του για το «Άλλο». Ο ίδιος προσδιόρισε, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, με διαφορετικά κριτήρια, σε σχέση με τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο, τον όρο μειονότητα. Η πολιτική του στάση έναντι των μειονοτήτων επηρεάστηκε καθοριστικά από τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της Κρητικής Πολιτείας, ενώ, όσον αφορά την προοδευτικότητά της, ξεπερνούσε το μειονοτικό δίκαιο της εποχής. Η βενιζελική μειονοτική σκέψη διαμορφώθηκε την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας και παρέμενε αναλλοίωτη μέχρι το 1920. Η παράδοση της Κρητικής Πολιτείας, αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των μειονοτήτων από τον Βενιζέλο, συνεχίστηκε και μετά την άφιξη του στο ελεύθερο ελληνικό Βασίλειο. Η εδαφική επέκταση της Ελλάδας, απόρροια των Βαλκανικών Πολέμων, έφερε την ελληνική διοίκηση αντιμέτωπη με ένα πλήθος αλλογενών, αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων μειονοτήτων (Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Σλαβόφωνοι, Βλαχόφωνοι). Ο Βενιζέλος χειρίστηκε τη μειονοτική «πλημμυρίδα» των Βαλκανικών Πολέμων με γνώμονα το εθνικό συμφέρον της χώρας. Εν ολίγοις, άσκησε μια φιλελεύθερη μειονοτική πολιτική, η οποία είχε ως επιστέγασμα την παροχή καθεστώτος ισονομίας και ισοπολιτείας στους νέους υπηκόους του ελληνικού κράτους, «ανεξαρτήτως θρησκεύματος και φυλής». Η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το ξέσπασμα του Εθνικού Διχασμού ανέστειλαν την εφαρμογή της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής. Ωστόσο, το χρονικό διάστημα 1919-1920, η φιλελεύθερη πολιτική του Βενιζέλου, απέναντι στις μειονότητες, θα ξεπεράσει σε προοδευτικότητα ακόμα και το παράδειγμα της Κρητικής Πολιτείας. Η βαθύτερη αιτία πίσω από αυτήν τη διαλλακτική πολιτική, βρισκόταν στο γεγονός ότι η Μεγάλη Ιδέα του έθνους άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Τη στιγμή που τα μειονοτικά ζητήματα αναδείχθηκαν σε μια από τις βασικές προτεραιότητες του μεταπολεμικού κόσμου, ο Βενιζέλος προσπάθησε να πείσει τους ισχυρούς του Συνεδρίου Ειρήνης των Παρισίων ότι πρώτον, η Ελλάδα ήταν ικανή να διοικήσει αλλογενείς πληθυσμούς και δεύτερον, ότι οι εν Ελλάδι μειονότητες δεν ήταν υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας. Η Συνθήκη των Σεβρών δεν δημιούργησε μόνο την Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών αλλά την κατέστησε επίσης μειονοτική δύναμη, υπό την έννοια ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Νέας Ελλάδας αποτελούνταν από αλλοεθνείς, με διαφορετική γλώσσα και θρήσκευμα. Το 1906, ο Βενιζέλος από την Κρήτη τόνιζε το πλεονέκτημα που θα αποκτούσε η Ελλάδα έναντι των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών, αν κατάφερνε να κερδίσει την εύνοια των μειονοτήτων που κατοικούσαν στις προς ενσωμάτωση περιοχές, κυρίως της μουσουλμανικής. Αποτελεί σημαντική παράμετρο της παρούσας μελέτης η συσχέτιση ανάμεσα στο τρίπτυχο, Βενιζέλος – Μειονότητες – Μεγάλη Ιδέα. Οι μειονότητες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της πρακτικής εφαρμογής της Μεγάλης Ιδέας. Ο Κρητικός πολιτικός υπήρξε ο πρώτος, ο οποίος συνέδεσε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας με την ισότιμη και ισόνομη αντιμετώπιση των μειονοτήτων. Ωστόσο, η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η έλευση ενάμισι εκατομμυρίου ομογενών προσφύγων επηρέασαν βαθύτατα τη βενιζελική μειονοτική πολιτική. Ο Βενιζέλος της Λωζάννης, έθεσε ως προτεραιότητα της ελληνικής πλευράς, εκτός των άλλων, την απομάκρυνση των μουσουλμάνων της Ελλάδας, ώστε να διευκολυνθεί η εγκατάσταση των ομογενών. Η προηγούμενη ρητορική του, για τον ρόλο των μειονοτήτων, στο πλαίσιο της Μεγάλης Ελλάδας των Σεβρών, εγκαταλείφθηκε μια για πάντα, δεδομένου ότι το όραμα της Μεγάλης Ιδέας είχε ήδη εκπνεύσει. Με την επιστροφή του Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο και την ανάληψη της πρωθυπουργίας το 1928, η βενιζελική μειονοτική πολιτική μετατοπίστηκε προς περισσότερο άκαμπτες θέσεις. Η στροφή προς μια πολιτική αφομοίωσης - ενσωμάτωσης των μειονοτήτων υπήρξε απόρροια του γενικότερου οικονομικού και κοινωνικού κλίματος του Μεσοπολέμου. Συν τοις άλλοις, την επιθυμία για εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους, διαδέχτηκε η πολιτική βούληση της δημιουργίας συνθηκών εθνικής ολοκλήρωσης - ομοιογένειας, εντός των καθαρά εθνολογικών ορίων του ελληνικού κράτους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι μειονότητες έπρεπε να αποδείξουν τα πατριωτικά τους αισθήματα, γεγονός που τις έφερε σε σύγκρουση με την πολιτική του Βενιζέλου (βλ. το παράδειγμα με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης). Τέλος, η βενιζελική μειονοτική πολιτική δεν υπήρξε ενιαία, καθ’ όλη την πολιτική πορεία του Κρητικού πολιτικού, αλλά προσαρμοζόταν ανάλογα με το πληθυσμιακό μέγεθος κάθε μειονότητας, την πολιτική της σημασία, τα ιδιαίτερα πολιτικά δεδομένα κάθε εποχής, το διεθνές περιβάλλον και τις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
  • Τεκμήριο
    Έρευνα και διάσωση: ρυθμιστικό πλαίσιο και προβλήματα εφαρμογής στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015) Κοροντζής, Τρύφων Χ.; Τσάλτας, Γρηγόρης Ι., 1950-; Περράκης, Στέλιος Ε., 1948-; Συρίγος, Άγγελος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Στην διατριβή εξετάζονται λεπτομερώς τα ζητήματα έρευνας και διάσωσης στο χώρο του Αιγαίου Πελάγους, έχοντας ως βάση το υφιστάμενο διεθνές και εθνικό νομικό πλαίσιο, εστιάζοντας στα σημεία σύμφωνα με τα οποία ανατέθηκε στην Ελλάδα η άσκηση αρμοδιότητας της έρευνας και διάσωσης στο FIR Αθηνών. Επίσης εξετάζονται οι υπηρεσίες έρευνας και διάσωσης που παρέχει η Ελλάδα στο χώρο του Αιγαίου Πελάγους, τα νέα συστήματα που έχουν αναπτυχθεί για τον έλεγχο της θαλάσσιας κυκλοφορίας, τα οποία συνδράμουν την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, τις αμφισβητήσεις της Τουρκίας στις αρμοδιότητες που ασκεί η Ελλάδα σε θέματα έρευνας και διάσωσης στο FIR Aθηνών, προβλήματα που δημιουργούνται από τις αμφισβητήσεις αυτές και οι εξελίξεις μετά την αναθεώρηση του Παραρτήματος 12 της Σύμβασης του Σικάγο. Ακόμη περιγράφεται πως αναπτύσσεται η έρευνα και διάσωση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και συγκεκριμένα από την Κύπρο. Ιδιαίτερα η εξέταση εφαρμογής της έρευνας και διάσωσης από την Κύπρο είναι πολύ σημαντική. Αυτό γιατί από το 1974 το βόρειο τμήμα της Κύπρου είναι υπό κατοχή από την Τουρκία, και η τελευταία έχει οριοθετήσει ως ζώνη ευθύνης της για παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης σε αεροπορικά και ναυτικά ατυχήματα με δηλωσή της το 1989 στον ΙΜΟ, μέρος της Μαύρης Θάλασσας, τμήμα του Αιγαίου ανατολικά του 25ου Μεσημβρινού και μέρος της ανατολικής Μεσογείου, με το κατεχόμενο τμήμα της βόρειας Κύπρου και τμήμα του FIR Λευκωσίας (Nicosia). Στο πλαίσιο αυτό η διατριβή αναπτύσσεται σε τρία μέρη τα οποία περιέχουν τα εξής κεφάλαια: Στο πρώτο μέρος τα εξής τρία κεφάλαια: Α.- Τις δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες στον εθνικό εναέριο χώρο. Β.- Την οριοθέτηση του εναέριου χώρου και ειδικότερα την αποτύπωση του ελληνικού εναέριου χώρου διεθνώς και τις αμφισβητήσεις της Τουρκίας στο συγκεκριμένο θέμα. Γ.- Τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας και πιο συγκεκριμένα τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας στις περιοχές πληροφόρησης πτήσεων. Στο δεύτερο μέρος τα εξής τέσσερα κεφάλαια: Α.-Την παροχή υπηρεσιών αεροπορικής και θαλάσσιας έρευνας και διάσωσης από την Ελλάδα. Β.-Την οργάνωση των υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης στην Ελλάδα. Γ.- Την οργάνωση των υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης στην Τουρκία. Δ.-Τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία σαράντα χρόνια, έχοντας ως αφετηρία το έτος 1974, οπότε η Τουρκία άρχισε να εφαρμόζει αναθεωρητική πολιτική έναντι της Ελλάδας. Στο τρίτο μέρος αναπτύσσεται το κεφάλαιο σχετικά με την παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, και ειδικότερα πως αυτές αναπύσσονται στην Κύπρο καθώς και το καθεστώς για το FIR της Λευκωσίας. Τέλος η διατριβή ολοκληρώνεται με την παράθεση συμπερασμάτων που προέκυψαν από την ανάπτυξη της.
  • Τεκμήριο
    Η ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο ρόλος των χωρών της ανατολικής Μεσογείου
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015) Κότταρη, Μαρία Ν.; Σιδέρης, Δημήτριος; Παπάζογλου, Χρήστος; Μαστρογιάννης, Τάσος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Στόχος της παρούσας διατριβής αποτελεί η εις βάθος κατανόηση της δομής και της εξέλιξης της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ. Η ενέργεια υπήρξε ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ανάγκη για μια συνεκτική ενεργειακή πολιτική της ΕΕ γίνεται, όμως, πιο επιτακτική όταν το ενεργειακό σύστημα της ΕΕ αρχίζει να εξαρτάται από ενεργειακές πηγές τρίτων χωρών. Με βάση τη θεωρία περί ασφάλειας της Σχολής της Κοπεγχάγης, που κινείται σε ένα ευρύτερο διεπιστημονικό πλαίσιο και αναλύει την έννοια της ασφάλειας υπό το πρίσμα όχι μόνο στρατιωτικών αλλά, και οικονομικών, πολιτικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων, η Διατριβή αυτή αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των θεμάτων που σχετίζονται με την ενέργεια, ορίζει την έννοια της ενεργειακής ασφάλειας και πως αυτή αναπτύσσεται στα πλαίσια της ΕΕ. Γίνεται, επίσης, κριτική αξιολόγηση του ιστορικού και θεσμικού πλαισίου της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ και ορίζονται οι κύριες συνιστώσες διαμόρφωσης των στόχων και των προτεραιοτήτων της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ. Οι εξωτερικές ενεργειακές σχέσεις αποτελούν βασικό τομέα της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ και χαρακτηρίζονται , σε μεγάλο βαθμό, από τις διαφορές και τις αποκλίνουσες εθνικές ενεργειακές επιδιώξεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Αυτή η Διατριβή αξιολογεί τη στρατηγική που εφαρμόζεται για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ μέσω της διεξοδικής μελέτης και ανάλυσης των μέσων που χρησιμοποιούνται (Νότιος Διάδρομος ΦΑ) για τη διασφάλιση του εφοδιασμού της ΕΕ σε Φυσικό Αέριο, με απώτερο στόχο τη διαφοροποίηση των πηγών και των οδών εφοδιασμού. Εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό, η περιπτωσιολογική μελέτη (case study) της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και εξετάζεται η συμβολή της στους στόχους της διαφοροποίησης των πηγών και των οδών ανεφοδιασμού της ΕΕ με ΦΑ και της επέκτασης του ευρωπαϊκού ενεργειακού κεκτημένου. Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επιδιώξεις της ΕΕ που σχετίζονται με την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού ,συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών οδών και πηγών εφοδιασμού και των έργων υποδομής. Στην περιοχή αυτή, όμως, υπάρχουν μακροχρόνια ζητήματα ασφάλειας και η ενέργεια προσθέτει ένα νέο παράγοντα. Η Διατριβή μελετά τις αντιδράσεις της ΕΕ προκειμένου να εξασφαλίσει τα ενεργειακά της συμφέροντα στην περιοχή και να προωθήσει τα αμοιβαία πλεονεκτήματα μιας περιφερειακής ενεργειακής συνεργασίας.
  • Τεκμήριο
    Ο θεσμός της θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας στο σύγχρονο δίκαιο της θάλασσας:η περίπτωση της Ελλάδας: σχετικές ιδιαιτερότητες και προβλήματα του Αιγαίου Πελάγους
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015) Μπούρτζης, Τηλέμαχος Ν.; Τσάλτας, Γρηγόρης Ι., 1950-; Περράκης, Στέλιος Ε.; Ραυτόπουλος, Ευάγγελος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Η διατριβή εξετάζει τη Θαλάσσια Επιστημονική Έρευνα ως τμήμα του συγχρόνου πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, επιχειρώντας ένα συνδυασμό νομικών, επιστημονικών και θεσμικών προσεγγίσεων. Η διάρθρωση της διατριβής περιλαμβάνει ένα εισαγωγικό στο αντικείμενο κεφάλαιο, δύο κύρια μέρη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά στο διεθνές επίπεδο και το δεύτερο στην ειδική περίπτωση της Ελλάδας και του αιγαιακού χώρου και ένα συμπερασματικό κεφάλαιο. Το πρώτο μέρος υπό τον τίτλο «Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και ο Θεσμός της Θαλάσσιας Επιστημονικής Έρευνας», επιχειρεί μία συνολική προσπάθεια θεσμικής καταγραφής και αξιολόγησης ειδικοτέρων ζητημάτων που αφορούν στη Θαλάσσια Επιστημονική Έρευνα, τόσο εντός του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας όσο και εντός συγγενών ειδικευμένων κλάδων. Η ανάλυση του δευτέρου μέρους λαμβάνει ειδικότερο χαρακτήρα επικεντρώνοντας στην Ελλάδα και επιχειρώντας την προβολή των κανόνων και εξελίξεων που αναπτύχθηκαν στο πρώτο μέρος ως προς τη θεσμική μεταφορά και αποτύπωση. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτεροι παράγοντες με ειδική ελληνική εφαρμογή όπως τα περιφερειακά πλαίσια συμμετοχής με ερευνητικές αναφορές (Ευρω-ενωσιακό και Μεσογειακό) και το, στην ειδικότερη εξέταση του Αιγαίου Πελάγους, ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σημαντικό στοιχείο του δευτέρου μέρους αποτελεί η καταγραφή των ελληνικών θεσμών διεξαγωγής Θαλάσσιας Επιστημονικής Έρευνας αλλά και η αναδρομή στην ιστορία του κλάδου και η σύνδεση του με τα σχετικά διεθνή και εσωτερικά θεσμικά στοιχεία.
  • Τεκμήριο
    Η δημιουργία κρατών στη σύγχρονη διεθνή δικαιοταξία
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015) Καλλία, Μαρία Ηλ.; Περράκης, Στέλιος Ε.; Μπρεδήμας, Αντώνιος Π., 1942-; Χρυσοχόου, Δημήτρης Ν., 1970-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Σκοπός της παρούσης διδακτορικής διατριβής είναι να διακριβώσει πότε μία οντότητα συνιστά κράτος υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, ποιές είναι οι προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί ώστε να τεκμαίρεται η κρατική υπόσταση, καθώς και ποιοί είναι οι σύννομοι τρόποι δημιουργίας ενός κράτους. Αποπειράται να απαντήσει στο καίριο ερώτημα εάν το διεθνές δίκαιο εμπεριέχει αρχές, κριτήρια και κανόνες που να ρυθμίζουν τη δημιουργία και την αναγνώριση των κρατών, αλλά να υπαγορεύουν και τη μη-αναγνώριση ορισμένων οντοτήτων. Η κρατική δημιουργία είναι πραγματικό ή δικαιικό γεγονός; Ποιός είναι ο ρόλος της αυτοδιάθεσης στη διαδικασία σχηματισμού ενός νέου κράτους; Ποιά η λειτουργία της αναγνώρισης σε αυτό το πλαίσιο; Και ποιό το καθεστώς μίας οντότητας η οποία στερείται νομιμότητας εν τη γενέσει της; Το τελευταίο αυτό ερώτημα οδηγεί αυτομάτως σε αρκετά ακόμη: Υπάρχει ιεραρχική σχέση ανάμεσα στην αρχή της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών -και άρα του uti possidetis juris- και στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών κατά τη μετα-αποικιοκρατική εποχή; Ή μήπως αρχίζει να διαφαίνεται ένα «δικαίωμα διορθωτικής απόσχισης» σε εξαιρετικές περιστάσεις; Εάν είναι έτσι, σε ποιές περιπτώσεις μπορεί να υποστηριχτεί ένα τέτοιο «δικαίωμα» και από ποιόν; Ουσιαστικά, επιχειρείται η εκ βάθρων ανάλυση του κράτους ως δικαιικού γεγονότος σε άμεση συνάφεια με την πραγματικότητα.
  • Τεκμήριο
    Διεθνές δίκαιο και κλιματική πολιτική: η έννοια της προσαρμογής και η εφαρμογή της στην περίπτωση των μικρών αναπτυσσομένων νησιωτικών κρατών (SIDS)
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015) Μαυρογένης, Σταύρος Θ.; Τσάλτας, Γρηγόρης Ι., 1950-; Περράκης, Στέλιος Ε.; Ραυτόπουλος, Ευάγγελος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Η διατριβή αφορά την ανάλυση του πυλώνα της προσαρμογής από τη σκοπιά του Διεθνούς Δικαίου του Περιβάλλοντος και της Ανάπτυξης. Η μελέτη εξειδικεύεται στην περίπτωση των Μικρών Νησιωτικών Αναπτυσσόμενων Κρατών και συμπεριλαμβάνει την ανάλυση έρευνας πεδίου η οποία έλαβε χώρα στα Τόνγκα, το Μπαρμπάντος και τις Σεϊχέλες.
  • Τεκμήριο
    Η σχέση επιστήμης και πολιτικής στη διαδικασία διαπραγμάτευσης διεθνών περιβαλλοντικών καθεστώτων: η περίπτωση του καθεστώτος του Μεσογειακού Πρωτοκόλλου σχετικά με τη ρύπανση από χερσαίες πηγές και δραστηριότητες (1980/1996)
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 31/03/2015) Καΐλης, Αλέξανδρος Κ.; Ραυτόπουλος, Ευάγγελος; Τσάλτας, Γρηγόρης; Περράκης, Στέλιος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Η διατριβή πραγματεύεται ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που επηρεάζουν, σε μεγάλο βαθμό, την ανάπτυξη, εξέλιξη και τελική έκβαση των διεθνών περιβαλλοντικών διαπραγματεύσεων - τη σχέση επιστήμης και πολιτικής. Ο κύριος στόχος της διατριβής είναι να διερευνήσει, να αξιολογήσει και να ερμηνεύσει βασικές πτυχές της σχέσης επιστήμης και πολιτικής που αναπτύσσεται στη διαπραγματευτική διαδικασία διεθνών περιβαλλοντικών συμφωνιών, μέσα από τη χρήση θεωρητικών προσεγγίσεων και προτάσεων που απορρέουν από σημαντικές θεωρίες των διεθνών διαπραγματεύσεων και τους επιστημονικούς κλάδους της φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας και ιστορίας της επιστήμης. Στο πλαίσιο αυτό, τίθενται προς διερεύνηση οι ακόλουθοι επιμέρους στόχοι: α) η εκτίμηση της συνεισφοράς της μεταβλητής-επιστήμη στην ανάπτυξη και λειτουργία των τριών βασικών σταδίων των διεθνών περιβαλλοντικών διαπραγματεύσεων (προ-διαπραγμάτευση, διαπραγμάτευση, επαναδιαπραγμάτευση), β) η διερεύνηση των συνθηκών και προϋποθέσεων στη βάση των οποίων η εν δυνάμει συνεισφορά της μεταβλητής επιστήμης σε μια περιβαλλοντική διαπραγματευτική διαδικασία θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε επιρροή στο πλαίσιο της ανάπτυξης των πολυδιάστατων πολιτικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στην εν λόγω διαπραγμάτευση, γ) ο προσδιορισμός των θεμελιωδών παραγόντων και παραμέτρων που καθορίζουν τον βαθμό και την έκταση της επίδρασης της επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης στη λειτουργία, εξέλιξη και τελική έκβαση μιας διεθνούς περιβαλλοντικής διαπραγμάτευσης, και δ) η ολοκληρωμένη ανάλυση και εκτίμηση της σχέσης επιστήμης και πολιτικής, όπως αυτή αναπτύσσεται και εξελίσσεται στο πλαίσιο της διαπραγματευτικής διαδικασίας ενός συγκεκριμένου διεθνούς περιβαλλοντικού καθεστώτος - του Καθεστώτος σχετικά με την Προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη Ρύπανση από Χερσαίες Πηγές και Δραστηριότητες (1980/1996)
  • Τεκμήριο
    Η θεωρία του κονστρουκτιβισμού στη μελέτη της ευρωπαϊκής ενοποίησης
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014) Κοντουδάκη, Αικατερίνη Φρ.; Χρυσοχόου, Δημήτρης Ν., 1970-; Στεφάνου, Κωνσταντίνος Α.; Τσινισιζέλης, Μιχάλης Ι., 1956-; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Η διδακτορική διατριβή εξετάζει την κονστρουκτιβιστική στροφή στη μελέτη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και ειδικότερα τη συμβολή της στην κατανόηση της διαδικασίας διαμόρφωσης ευρωπαϊκής πολιτείας στα πλαίσια μιας συμμετοχικής δημόσιας σφαίρας. Στη σύγχρονη θεωρητική συζήτηση για την Κοινότητα γίνεται ολοένα και πιο συχνά επίκληση σε έννοιες όπως η διαβούλευση, η δημόσια ρητορική, η εσωτερίκευση νορμών, η άσκηση της πειθούς, η κοινωνικοποίηση, η αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Επιπλέον, η ίδια η διαδικασία της ενοποίησης αναδεικνύει μια νέα διαλεκτική διαμόρφωσης ενός σύνθετου συστήματος κρατών και πολιτών, καθώς με το πέρασμα του χρόνου μεταβάλλεται η φύση τόσο του γενικού συστήματος, όσο και των μονάδων που το απαρτίζουν. Σε αυτό το δυναμικό περιβάλλον, η θεωρία του κονστρουκτιβισμού εμφανίζεται ως ιδιαίτερα επίκαιρη χωρίς ακόμη, όμως, να έχει αποτυπωθεί συνολικά η ποιοτική συμβολή της στη μελέτη του ενοποιητικού φαινομένου. Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται είναι: «Σε ποια έκταση και με ποιους τρόπους οικοδομείται μια νέα πολιτεία στην Ευρώπη;». Η απάντηση βρίσκεται στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές οντολογίες της διαδικασίας, με την κονστρουκτιβιστική θεωρία να εστιάζει, μεταξύ άλλων, στην ανάδυση νέων συλλογικών νορμών και κανόνων, στη συμβιωτική σχέση μεταξύ πολλαπλών ταυτοτήτων και, εν γένει, στην οικοδόμηση νέων μορφών πολιτικής κοινότητας, στη διαμόρφωση των οποίων επιδρούν σημαντικά οι ιδέες, η γλώσσα και ο «λόγος» (discourse) στα πλαίσια της πολιτικής και κοινωνικής επικοινωνίας μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών, κρατών και πολιτών. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, η διατριβή στοχεύει να διερευνήσει τους τρόπους διαμόρφωσης κυρίαρχων αντιλήψεων καθώς και συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων στην ΕΕ, οι οποίες θα μπορούσαν να συνθέσουν μια αξιόπιστη κονστρουκτιβιστική πρόταση για την απόδοση μιας κανονιστικής αντίληψης αλλά και αποστολής στις λειτουργίες που καλείται να επιτελέσει σήμερα η ευρωπαϊκή πολιτεία. Η προστιθέμενη αξία του Κονστρουκτιβισμού στη μελέτη της ευρωπαϊκής ενοποίησης αναγνωρίζεται στην απόπειρα κοινωνιολογικής θεμελίωσης του κλάδου καθώς και αναγνώρισης της ενεργού συμμετοχής του ερμηνευτή στα πολιτικά αποτελέσματα («θεωρία ως πρακτική»), θέτοντας κριτικά ερωτήματα της μορφής «πώς συμβαίνουν τα πράγματα», πώς τα νοήματα παράγονται και αποδίδονται στα διάφορα κοινωνικά υποκείμενα/αντικείμενα, συγκροτώντας ιδιαίτερες ερμηνευτικές προδιαθέσεις που δημιουργούν κάποιες δυνατότητες ενώ αποκλείουν άλλες. Σε επίπεδο μεθοδολογίας, υιοθετείται μια συνθετική και δυναμική κοινωνιολογική προσέγγιση, μια διεπιστημονική και αναστοχαστική θεώρηση που αντλεί από τη φιλοσοφία της Κοινωνικής Επιστήμης, τις Διεθνείς Σχέσεις, την κριτική κοινωνική θεωρία, τις θεωρίες της ενοποίησης και τις θεωρίες επικοινωνίας και ΜΜΕ. Προκειμένου να εξεταστούν οι βασικές παραδοχές του Κονστρουκτιβισμού στη μελέτη της ευρωπαϊκής ενοποίησης και να στοιχειοθετηθεί η ερμηνευτική συμβολή του, στο Εισαγωγικό Μέρος (ΚΕΦ. 1-2) της διατριβής παρουσιάζεται το γνωσιοθεωρητικό υπόβαθρό του στις Κοινωνικές Επιστήμες, η κοσμοθεωρία του σε οντολογικό και επιστημολογικό επίπεδο και έπειτα στις Διεθνείς Σχέσεις, μέσω μιας γενεαλογίας της διεθνούς θεωρίας. Στο Κύριο Μέρος (ΚΕΦ. 3-8) της διατριβής, εξετάζεται η κοινωνική κατασκευή της Ευρώπης. Παρουσιάζονται, επίσης, σε αντίστιξη, οι παραδοσιακές προσεγγίσεις που εστιάζουν στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας αναζητώντας τι αντιπροσωπεύει, και ο Κονστρουκτιβισμός που επιχειρεί να συμβάλλει στην κατανόηση του πώς κατασκευάζεται, συνδέοντάς την με το ζήτημα της νομιμοποίησης του ευρωπαϊκού σχεδίου αλλά και αναδιφώντας πόσο πολιτική είναι αυτή σε σχέση με τις εθνικές μορφές ταυτότητας. Στη διατριβή εξετάζονται τόσο πρωτογενείς όσο και δευτερογενείς πηγές και παρατίθενται μελέτες περίπτωσης που απομακρύνονται από τη μονομερή εστίαση στις δομές ή στους δρώντες της ενοποίησης για να επικεντρωθούν στην ίδια τη διαδικασία της ευρωπαϊκής συγκρότησης. Οι ευρωπαϊκές διαδικασίες μεσολάβησης και κατασκευής διυποκειμενικού νοήματος, τα κυρίαρχα «καθεστώτα αλήθειας» ως διαρθρωμένα σύνολα ιδεών από τα οποία αντλούν οι δρώντες, η πρακτική της κοινωνικοποίησης στο ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον, οι νέες γνωσιακές δομές που συνδέονται με την υπό ανάδυση ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, η κοινωνική κατασκευή της γνώσης στο πλαίσιο της επικοινωνιακής πολιτικής της ΕΕ, οι διαλεκτικές οπτικές για την ΕΕ και ο ρόλος των επιστημονικών κοινοτήτων αποτελούν τις κύριες συνιστώσες του κονστρουκτιβιστικού επιχειρήματος υπέρ της κοινωνικής κατασκευής της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Στο τελευταίο μέρος (ΚΕΦ. 9) της διατριβής παρατίθενται τα ευρήματά της και επιχειρείται η αποτίμηση της συμβολής της θεωρίας του Κονστρουκτιβισμού στη μελέτη της ευρωπαϊκής ενοποίησης καθώς και μια κριτική. Η διατριβή ολοκληρώνεται με τη Βιβλιογραφία και τα Παραρτήματα.
  • Τεκμήριο
    Η διαμόρφωση του ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης: η περίπτωση των Ελληνικών Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ)
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 01/12/2014) Σταμούλης, Σπυρίδων Π.; Πασσάς, Αργύρης Γ.; Φουντεδάκη, Πηνελόπη Ν.; Κανελλοπούλου-Μαλούχου, Μαρία-Νέδα Α.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Ζητούμενο για την παρούσα διατριβή αποτελεί η κατανόηση της ενοποιητικής διαδικασίας στον τομέα της εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτή η διαδικασία δεν εξελίσσεται αυτόνομα από τα κράτη-μέλη, αφού η ΕΕ επιφυλάσσει για αυτά κεντρική θέση στο ενωσιακό οικοδόμημα. Για το λόγο αυτό στα ερωτήματα συμπεριλαμβάνονται και οι πολιτικές που αναπτύσσονται στην Ελλάδα για τα ελληνικά Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ). Στο ευρωπαϊκό επίπεδο η εκπαιδευτική πολιτική εξελίσσεται ιστορικά μέσα από τον προωθητικό ρόλο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και διαχρονικά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η εξέλιξη των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκπαίδευση και την κατάρτιση, όπως και η διαδικασία της Μπολόνιας, επιβεβαιώνουν την ιστορική νεο-θεσμική προσέγγιση. Πολλές φορές τα κράτη-μέλη, παρά το γεγονός ότι αποφασίζουν με κύριο γνώμονα τα συμφέροντά τους, υφίστανται τις συνέπειες της αυτόνομης δράσης των ευρωπαϊκών θεσμών, την οποία δεν μπορούν να απομονώσουν ούτε να περιορίσουν. Άρα οι ευρωπαϊκές πολιτικές, ανεξάρτητα αν έχουν αφετηρία το ενωσιακό σύστημα ή δανείζονται ένα μέρος του, διαμορφώνουν την ατζέντα των μεταρρυθμίσεων των κρατών-μελών στον τομέα της εκπαίδευσης και ειδικά στην ελληνική περίπτωση στα ΤΕΙ. Από τη συλλογή και μελέτη του πραγματολογικού υλικού της παρούσας διατριβής προκύπτει ότι αυτές οι επιδράσεις αποκάλυψαν τις αδυναμίες των ΤΕΙ και δημιούργησαν ερεθίσματα και πιέσεις για αλλαγές με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του θεσμού, που τελικά οδήγησαν στην ένταξή τους στην ελληνική Ανώτατη Εκπαίδευση. Αυτό ωστόσο δεν συνεπάγεται ότι μεταβάλλεται ο τρόπος παραγωγής των πολιτικών. Το ελληνικό κράτος ακόμη και σήμερα αδυνατεί να κατανοήσει τις επιδράσεις και λειτουργίες του ευρωπαϊκού θεσμικού και πολιτικού συστήματος σε όλες του τις διαστάσεις. Ως εκ τούτου παράγει πολιτικές με ένα αντιδραστικό τρόπο (reactive policy style), χωρίς να διαβουλεύεται (consensus relationship) επαρκώς με την ακαδημαϊκή κοινότητα και τους φορείς της. Ταυτόχρονα εμφανίζεται να είναι και ανίσχυρο (weak state), αφού πρώτον δεν καταφέρνει να επιβάλει τη θέλησή του (imposition relationship) στα οργανωμένα συμφέροντα και δεύτερον να υλοποιήσει τις πολιτικές του στην πράξη μέσα από την καθημερινή λειτουργία των ιδρυμάτων. Τα ΤΕΙ, παρά τη θετική τους συνεισφορά στην πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, ακόμη και σήμερα αποτελούν εναλλακτική μόνο επιλογή για σπουδές στην ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Την ευθύνη για αυτή την εξέλιξη έχει το ελληνικό πολιτικό σύστημα και ειδικότερα τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, που χρησιμοποίησαν τα ΤΕΙ για να συντηρήσουν και να ενισχύσουν τις «οριζόντιες» και «κάθετες» πελατειακές σχέσεις. Το ελληνικό κράτος θεωρεί το θεσμό των ΤΕΙ υποδεέστερο αυτών των Πανεπιστημίων και είναι αμφίβολο αν δέχεται τη χρησιμότητα του. Ωστόσο εξαιτίας του βραχυπρόθεσμου τρόπου που λειτουργεί, αδυνατεί να υπολογίσει τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια δραστική αλλαγή και για το λόγο αυτό επιλέγει εμβαλωματικές λύσεις.
  • Τεκμήριο
    Ενδογενείς δυναμικές στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014) Κολοκυθά, Αγγελική Δ.; Μαστρογιάννης, Αναστάσιος; Παπάζογλου, Χρήστος; Σιδέρης, Δημήτριος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται την υπόθεση των ενδογενών δυναμικών των κριτηρίων της θεωρίας των Άριστων Νομισματικών Περιοχών, με εφαρμογή στις αρχικές χώρες της ΟΝΕ (Αυστρία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Φινλανδία). Πρόκειται για τις δυναμικές που δημιουργούνται στο πλαίσιο των νομισματικών ενώσεων ούτως ώστε οι χώρες που συμμετέχουν σε αυτές να ικανοποιούν ύστερα από την ένταξή τους, σύμφωνα με τη θεωρία, τα προαπαιτούμενα κριτήρια για αποκόμιση οφέλους από την ένταξη σε μια νομισματική ένωση. Παρουσιάζονται δύο διαστάσεις, ήτοι η ιστορική/θεωρητική θεώρηση του ζητήματος και η εμπειρική, και κατά συνέπεια, υφίστανται δύο μέρη ανάλυσης. Στο πρώτο μέρος γίνεται θεωρητική μελέτη των καθεστώτων συναλλαγματικών ισοτιμιών και αναδρομή στην ιστορία των νομισματικών ενώσεων, εξήγηση της θεωρίας των επιχειρηματικών κύκλων και επισκόπηση της θεωρίας των Άριστων Νομισματικών Περιοχών, με έμφαση στο επιχείρημα των ενδογενών δυναμικών. Στο δεύτερο μέρος, πραγματοποιείται εμπειρική προσέγγιση του ζητήματος των ενδογενών δυναμικών στην ΟΝΕ, με οικονομετρική ανάλυση των επιχειρηματικών κύκλων και της συσχέτισής τους μεταξύ των χωρών της ΟΝΕ αλλά και άλλων χωρών του ΟΟΣΑ. Εν συνεχεία πραγματοποιείται περαιτέρω διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της αύξησης του εμπορίου και του συγχρονισμού των επιχειρηματικών κύκλων, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν η οποιαδήποτε αύξηση στη συσχέτιση των επιχειρηματικών κύκλων των χωρών στην ΟΝΕ σχετίζεται με την αύξηση των εμπορικών ροών. Τέλος, εξετάζονται οι τάσεις στην κινητικότητα των προσώπων εντός της ΟΝΕ. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι διακρίνονται ενδογενείς δυναμικές στην ΟΝΕ, αλλά οι δυναμικές της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να είναι ισχυρότερες και πιθανόν να υπερκαλύπτουν ή να συμπίπτουν με τις ενδογενείς δυναμικές. Είναι γεγονός πάντως ότι, εάν η ΟΝΕ πράγματι εξασφαλίσει θεσμικά τη διασφάλισή της από ασύμμετρες διαταραχές τότε, πιθανόν μετά από ορισμένα χρόνια, τα αποτελέσματα των ενδογενών δυναμικών να είναι περισσότερο ορατά και διακριτά από τις δυναμικές της παγκοσμιοποίησης.
  • Τεκμήριο
    Πολιτική ιδεολογία και θρησκευτικές κοινότητες: οι μουσουλμανικές κοινότητες σε Γαλλία, Ολλανδία και Ελλάδα
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014) Παρασκευά-Γκίζη, Ελισάβετ; Χειλά, Ειρήνη; Ρούσσος, Σωτήρης; Ρουμελιώτης, Παναγιώτης B.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Η συγκεκριμένη διατριβή εξετάζει το φαινόμενο της μετανάστευσης, ιδίως των μουσουλμάνων μεταναστών και τις πολιτικές προεκτάσεις αυτού στις συγκεκριμένες κοινωνίες υποδοχής τους, σε άμεση σχέση με το σύγχρονο διεθνές περιβάλλον. Συγκεκριμένα, βασικά ζητήματα μελέτης αποτελούν: α) η σχέση θρησκείας και πολιτικής στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων, β) ο ρόλος της θρησκείας (Ισλάμ) ως δρώντας και ως παράγοντας επιρροής και λήψης αποφάσεων, δ) οι μουσουλμάνοι μετανάστες στην Ευρώπη και η ανάδειξή τους σε ζήτημα ασφάλειας και δ) η θέση των μουσουλμάνων μεταναστών ως εγχώριας μεταβλητής, σε συνάρτηση με την εξωτερική πολιτική των χωρών υποδοχής τους. Η μελέτη, η οποία βασίστηκε στην εκτενή μελέτη και αναφορά του πρωτογενούς υλικού, καθώς επίσης και της σχετικής βιβλιογραφίας, αρθρώνεται σε δύο κύρια μέρη (θεωρία, περιπτωσιολογικές μελέτες) και ακολουθούν οι γενικές επισημάνσεις. Στο πρώτο μέρος αναπτύσσεται μια σύνθετη ανάλυση του θεωρητικού υποβάθρου της σχέσης της θρησκείας με την πολιτική, στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων, εν είδει ερμηνευτικού εργαλείου για τις επί μέρους περιπτωσιολογικές μελέτες, που ακολουθούν στο δεύτερο μέρος. Η διατριβή, μέσω της συγκριτικής ανάλυσης των τριών περιπτωσιολογικών μελετών, εστιάζει στη θέση ότι θρησκεία δεν μπορεί να εντάσσεται μόνο σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικών, ψυχολογικών και πολιτικών διαστάσεων. Έτσι, υπό αυτήν τη σφαιρική αντίληψη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη μελέτη των Διεθνών Σχέσεων. Παράλληλα, επισημαίνει ότι η θρησκεία, ως στοιχείο της κοινής ταυτότητας, μπορεί να αποτελέσει σημείο σύγκλισης και αναφοράς με πολυποίκιλες απόρροιες, όπως αυτήν του ακραίου εθνικισμού, στα πλαίσια της περιχαράκωσης της εθνικής ταυτότητας και όπως αυτήν της προσχώρησης σε φονταμενταλιστικά κινήματα, στα πλαίσια της προάσπισης της εκάστοτε θρησκείας. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι το Ισλάμ και η δι-εθνική διάσταση του ισλαμικού μεταναστευτικού φαινομένου κατέχει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης δομής και λειτουργίας των κοινωνιών και στις τρεις ανωτέρω περιπτωσιολογικές μελέτες. Γεγονός, που έχει άμεσο αντίκτυπο σε ζητήματα, όπως αυτά της εθνικής ταυτότητας και της ομογενοποιημένης κοινωνικής συνοχής, τα οποία τέθηκαν υπό αμφισβήτηση, αναδεικνύοντας εναργέστερα την ανάγκη νέων ενταξιακών μοντέλων. Ειδικότερα, ένα διευρυμένο μοντέλο εθνικού προσδιορισμού, βάσει της σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας είναι δυνατόν να λειτουργεί εξομαλυντικά στην έντονη αντίληψη της αίσθησης «Εμείς» και οι «Άλλοι», συμβάλλοντας σε μια ευνοϊκότερη συμβίωση των μουσουλμάνων μεταναστών με τους γηγενείς κατοίκους.
  • Τεκμήριο
    Les droits des demandeurs d'asile dans l'UE et leur condition en droit comparé (France, Grèce)
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014) Κουτσουράκη, Ελένη Ι.; Περράκης, Στέλιος Ε.; Decaux, Emmanuel; Andrade, José H. Fischel de (José Henrique Fischel); Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
    Η κρίση του δικαίου ασύλου στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί προς το παρόν θέμα επαναλαμβανόμενων ανησυχιών. Εκτός από αυτή, οι άνθρωποι που αναζητούν προστασία στο «χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» της Ένωσης αντιμετωπίζουν μια νέα κρίση, αυτή του δικαιώματος στο άσυλο. Κατόπιν αυτή της διαπίστωσης, κρίθηκε σκόπιμο να ερευνήσουμε τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ). Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη μελέτη της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων εν όψει των εμποδίων πρόσβασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις διαδικασίες ασύλου των κρατών μελών της, τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου και τα δικαιώματα που έχουν οι αιτούντες κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Η προστασία των δικαιωμάτων αυτών, εκτός από το παραδοσιακό πρόβλημα της εφαρμογής διεθνών δεσμεύσεων σε εθνικό επίπεδο, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα νέο περιφερειακό σύστημα και μια διφορούμενη εναρμόνιση. Μέσα από τη μελέτη των δικαιωμάτων, η έρευνα αυτή έχει ως στόχο να καταδείξει τις αιτίες της κρίσης και να προτείνει πιθανές λύσεις προσανατολισμένες στο σεβασμό του διεθνούς δικαίου για την εκτόνωση της κρίσης, ώστε να συμβάλει στη βελτίωση της κατάστασης των αιτούντων άσυλο στον ευρωπαϊκό χώρο. Για το σκοπό αυτό, η προσέγγισή μας είναι επίσης συγκριτική επειδή η εξέταση δύο συγκεκριμένων παραδειγμάτων αποτελεί εργαλείο ανάλυσης, προβληματισμού καθώς και αξιολόγησης του ΚΕΣΑ, το οποίο άρχισε να κατανέμει το βάρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του μηχανισμού του Δουβλίνου πριν εναρμονιστούν οι διαδικασίες για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου και οι συνθήκες υποδοχής στα κράτη μέλη. Μια ανάλυση συγκριτικού δικαίου δύο κρατών μελών, της Γαλλίας και της Ελλάδας, κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να αναδειχθούν οι τρέχουσες προκλήσεις της ευρωπαϊκής εναρμόνισης στον τομέα του ασύλου και οι προκλήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων.
  • Τεκμήριο
    Περί βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης στην εποχή της ασφάλειας και της αντιτρομοκρατικής πάλης: προσεγγίσεις από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014) Κωτσίνα, Ελένη Δ.; Περράκης, Στέλιος Ε.; Σισιλιάνος, Λίνος-Αλέξανδρος; Μαρούδα, Μαρία-Ντανιέλλα; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Δεδομένων των εξελίξεων στη μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχή και της πίεσης που ασκήθηκε σε επιμέρους δικαιώματα του ανθρώπου, σε μια προσπάθεια προστασίας από τη συνεχιζόμενη τρομοκρατική απειλή, η παρούσα μελέτη επιχειρεί να εξετάσει τη χρήση βασανιστηρίων και ανάλογων πρακτικών στο προαναφερθέν πλαίσιο. Επιχειρείται να δοθεί απάντηση στο αν η προσπάθεια, αφενός δημιουργίας ενός νομικού κενού αναφορικά με τις προστασίες και εγγυήσεις που (δε) δικαιούνται οι συλληφθέντες στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και αφετέρου ανάπτυξης δικαιολογητικών βάσεων αναφορικά με τη προσφυγή σε ανακριτικές τεχνικές που ενδέχεται να συνιστούν ακόμα και βασανιστήρια, μαρτυρούν, ένα υπαρκτό κενό στα μέχρι πρότινος ισχύοντα, το οποίο δεν είχε εντοπιστεί και αποκαλύφθηκε, με αφορμή τη «νέα» απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας και τις προκλήσεις αντιμετώπισής της ή συνιστούν ξεκάθαρη προσπάθεια υπονόμευσης και διαστρέβλωσης του νομικού και θεσμικού πλαισίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί; Εξετάζεται, επίσης, τι σημαίνει στη πράξη για το νομικό και θεσμικό πλαίσιο της απαγόρευσης των βασανιστηρίων και ανάλογων πρακτικών, όπως αυτό ίσχυε τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η ανάπτυξη συγκεκριμένων πρακτικών και πολιτικών στη μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχή. Εκτός από την επιχειρούμενη απάντηση στα ως άνω διατυπωθέντα ερωτήματα, η επιδιωκόμενη προστιθέμενη αξία της παρούσας εργασίας, έγκειται στη μελέτη των memoranda πάνω στα οποία βασίστηκε η τότε κυβέρνηση Bush, προκειμένου να αναπτύξει πολιτικές και πρακτικές, οι οποίες οδήγησαν στο βασανισμό και στη κακομεταχείριση πλήθους ατόμων.
  • Τεκμήριο
    Μηχανισμοί διαχείρισης κρίσεων και διαχείριση γνώσης στις κρίσεις: η περίπτωση των Ενόπλων Δυνάμεων
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014) Διαμαντόπουλος, Χρήστος, Α.; Ευρυβιάδης, Μάριος Λ.; Χειλά, Ειρήνη; Παπασωτηρίου, Χαράλαμπος; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Η παρούσα διατριβή, στα αρχικά της κεφάλαια, ολοκληρώνει την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αναφορικά με τη διαχείριση κρίσεων και τη διαχείριση γνώσης. Μετέπειτα, με βάση πρωτογενείς πηγές που αφορούν την Ελλάδα και δευτερογενείς πηγές σχετικά με την Τουρκία, αναλύεται η εξωτερική πολιτική Ελλάδας και Τουρκίας, τα εξοπλιστικά τους προγράμματα και ο τρόπος με τον οποίο οι δυο πλευρές διαχειρίζονται τις κρίσεις. Ακολούθως, ολοκληρώνεται η ανάλυση των κρίσεων του 1987 και 1996 (Σισμίκ και Ίμια), μέσα από την οποία εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα για τη διαχείριση κρίσεων και τη διαχείριση γνώσης στις κρίσεις από την ελληνική πλευρά. Ως προς την Ελλάδα, όλα τα παραπάνω υποστηρίζονται από συνεντεύξεις ανώτατων πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων που μετείχαν στις εν λόγω κρίσεις, ως λήπτες αποφάσεων και ως διαμορφωτές της πολιτικής. Πρόκειται για πρόσωπα, όπως ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Γεράσιμος Αρσένης, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (κατά την κρίση του 1996), Ναύαρχος (ε.α.), Χρήστος Λυμπέρης, ο Αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού, (κατά την κρίση του 1996), Ναύαρχος (ε.α.) Ιωάννης Στάγκας, ο Α’ Υπαρχηγός του ΓΕΕΘΑ, Στρατηγός (ε.α.) Στυλιανός Παναγόπουλος, οι Πτέραρχοι (ε.α.) Γεώργιος Σκαρλάτος (Υπαρχηγός Πολεμικής Αεροπορίας) και Ευάγγελος Γεωργούσης (Διοικητής Διοίκησης Αεροπορικής Εκπάιδευσης), ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, Μιχάλης Ιγνατίου και ο Αντισυνταγματάρχης (ε.α.), αναλυτής και εκδότης, Σάββας Καλεντερίδης.
  • Τεκμήριο
    Θεσμικές διαστάσεις και δικαστικός έλεγχος της δράσης των ενόπλων δυνάμεων σε καιρό ειρήνης και ένοπλης σύρραξης, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2013) Κύρκος, Σωτήριος; Περράκης, Στέλιος Ε.; Τσάλτας, Γρηγόρης Ι., 1950-; Χατζηκωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Θ.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Η χρήση ένοπλης βίας από τους τομείς εκείνους της κρατικής δράσης που τυγχάνουν προορισμένοι προς τούτο, αποτελεί ένα κατ'εξοχήν πεδίο δοκιμασίας και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας του διεθνούς θεσμικού πλαισίου και των μηχανισμών δικαστικού ελέγχου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ξέσπασμα , ιδίως μετά τη λήξη του "Ψυχρού Πολέμου", ενόπλων συρράξεων μείζονος κλίμακας στο ευρωπαϊκό έδαφος αποτέλεσε μια αληθινή δοκιμασία ως προς τη λυσιτέλεια και την αποτελεσματικότητα του ευρωπαϊκού συστήματος διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που είχε την αγαθή τύχη να προφυλαχθεί για τέσσερις περίπου δεκαετίες από την ίδρυσή του, με τη θέση σε ισχύ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου την δεκαετία του 1950, από τις τραχιές και βάναυσες περιστάσεις των ενόπλων συρράξεων. Ταυτόχρονα, οι ραγδαίες εξελίξεις στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον, με κυριότερο σημείο αναφοράς την ένταση του επιλεγομένου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ιδίως μετά τα γεγονότα της 11-9-2001, οδήγησε και σε ευρωπαϊκό έδαφος στην γενικευμένη υιοθέτησης μιας ενισχυμένης μορφής στρατιωτικοποιημένης αντιμετώπισης προσβολών του νόμου και της τάξης, μέσω της συνεχώς διευρυνόμενης εμπλοκής των ενόπλων δυνάμεων σε αποστολές και επιχειρήσεις αστυνομικού χαρακτήρα. Στόχος της διατριβής είναι η συστηματική παρουσίαση και ανάλυση των σχετικών θεωρητικών θέσεων αλλά και της νομολογίας των οργάνων του Στρασβούργου (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η προϋφιστάμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) σε υποθέσεις οι οποίες αφορούν τη χρήση ένοπλης βίας από τις ένοπλες δυνάμεις των κρατών-μερών της ΕυρΣΔΑ, τόσο κατά την περίοδο της ειρήνης όσο και στο πλαίσιο ενόπλων συρράξεων διεθνούς και μη διεθνούς χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην προστασία του δικαιώματος στη ζωή, με παράλληλη συγκριτική αποτίμηση των πορισμάτων της νομολογίας του Δικαστηρίου και της Επιτροπής με την αντίστοιχη νομολογιακή παραγωγή των οργάνων που λειτουργούν στο πλαίσιο των λοιπών μειζόνων οικουμενικών και περιφερειακών συστημάτων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, εξετάζεται και αναλύεται σε έκταση το ζήτημα των σχέσεων Διεθνούς Δικαίου Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, καθώς και αυτό της εξωεδαφικής εφαρμογής των προβλέψεων της ΕυρΣΔΑ, στο μέτρο που αφορά την εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων των κρατών-μερών της ΕυρΣΔΑ σε επιχειρήσεις εκτός του γεωγραφικού χώρου του Συμβουλίου της Ευρώπης.
  • Τεκμήριο
    Η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο κοινοτικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο και ειδικώτερα στις συμβάσεις των Βρυξελλών του 1968 και της Ρώμης του 1980
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2003) Μεϊδάνης, Χάρης Π.; Ταγαράς, Χάρης Ν.; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
  • Τεκμήριο
    Δικαιώματα του ανθρώπου και διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης : εξέλιξη, ρόλος και συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προαγωγή και προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2011) Αντωνίου, Θεοφανία; Περράκης, Στέλιος; Χίου - Μανιατοπούλου, θεοδώρα; Ταγαράς, Χάρης; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
  • Τεκμήριο
    Η κρίση της παγκοσμιοποίησης και οι γεωπολιτικές επιπτώσεις : η περίπτωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-8
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2012) Πάττα, Ισμήνη; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
  • Τεκμήριο
    Διεθνής τάξη : θεωρίες ηγεμονικής σταθερότητας
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2013) Ζιώγας, Χρήστος Δ.; Παπασωτηρίου, Χαράλαμπος; Ήφαιστος, Παναγιώτης; Χειλά, Ειρήνη; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
    Βασικός σκοπός της εν λόγω διδακτορικής διατριβής είναι η εξέταση συνθηκών τάξης στο σύγχρονο διεθνές σύστημα. Η βασική υπόθεση εργασίας διερευνά σε ποιο βαθμό, εντός του άναρχου διεθνούς συστήματος, μια ηγεμονική δομή δύναται να επιφέρει αποτελεσματικότερα την τάξη. Μεθοδολογικά η εργασία κινείται στα πλαίσια της μακροιστορικής περιπτωσιολογικής έρευνας προσεγγίζοντας το φαινόμενο της διεθνούς τάξης, ξεκινώντας από τις απαρχές του σύγχρονου διακρατικού συστήματος όπως αυτό άρχισε να μορφοποιείται από το 1648, με τη συνθήκη της Βεστφαλίας, καταλήγοντας στο μεταψυχροπολεμικό κόσμο. Η εργασία στο θεωρητικό μέρος αναλύει τις έννοιες της διεθνούς τάξης, της ηγεμονίας και του ηγεμονισμού παρουσιάζοντας τις βασικές θεωρίες ηγεμονικής σταθερότητας όπως αυτές σχηματοποιήθηκαν στα κύρια θεωρητικά ρεύματα των διεθνών σχέσεων, δηλαδή του πολιτικού ρεαλισμού, του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού. Ο πολιτικός κατακερματισμός του διεθνούς συστήματος, μετά τη συνθήκη της Βεστφαλίας, αν και έθεσε τέλος στις αυτοκρατορικές αξιώσεις άνοιξε ένα κύκλο ηγεμονικών ανταγωνισμών στο διεθνές σύστημα. Κατά τη διάρκεια των Νέων Χρόνων οι πόλεμοι που είχαν τη μορφή ηγεμονικών συγκρούσεων ήταν: ο Τριακονταετής πόλεμος (1618-1648), οι πόλεμοι του Λουδοβίκου του 14ου (1667-1713), οι πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα (1792-1814), καθώς και ο Α΄ΠΠ (1914-1918) και ο Β΄ΠΠ (1939-1945). Καταγράφοντας τις περιόδους τάξης, δηλαδή τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των ηγεμονικών συγκρούσεων, και αναλύοντας την εκάστοτε κατανομή ισχύος σε συνδυασμό με την κανονιστική ανάπτυξη του διεθνούς συστήματος παραθέτονται οι εκάστοτε «μηχανισμοί σταθερότητας», Ισορροπία Δυνάμεων, Κονσέρτο Δυνάμεων και Συλλογικής Ασφάλειας, επισημαίνοντας τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Ακόμη εξετάζοντας τις σχέσεις, κυρίως, των ισχυρότερων δρώντων επιδιώκεται η ανίχνευση ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ των ηγεμονικών αξιώσεων και πώς αυτές επέδρασαν στη διατήρηση ή μη της διεθνούς τάξης. Η κύρια περιπτωσιολογική αναφορά της εργασίας εστιάζεται στο μεταπολεμικό σύστημα και την κυρίαρχη θέση και ρόλο που κατείχαν οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ χαρακτηρίζοντας και τη δομή του ως διπολική. Η πυρηνικοποίηση των διεθνών σχέσεων, που έλαβε χώρα την συγκεκριμένη περίοδο, αποτελεί τον παράγοντα στον οποίο εστιάζει η διατριβή προσπαθώντας να απαντήσει στο ανοιχτό, για τη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, ζήτημα: αν είναι επωφελέστερο για τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος η ύπαρξη ή όχι των πυρηνικών όπλων και σε ποιο βαθμό; Στις συμπερασματικές παρατηρήσεις συμπυκνώνονται οι βασικές παραμέτρους του σύγχρονου διακρατικού συστήματος υπό το πρίσμα της στοχαστικής του προσέγγισης παραθέτοντας μια σειρά συμπερασμάτων σχετικά με τα καίρια ζητήματα που απασχολούν τη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων. Βασική θέση της διατριβής, όπως παρουσιάζεται στα συμπεράσματα, είναι: ο τρόπος που λειτουργούν οι Μεγάλες Δυνάμεις εντός του συστήματος σχετικά με τη διατήρηση της Διεθνούς Τάξης καθορίζει εν πολλοίς και τα όρια της ηγεμονικής του διαχείρισης.
  • Τεκμήριο
    Συγκριτική ανάλυση δύο παραμέτρων του εκδημοκρατισμού : οι σχέσεις πλειοψηφίας - μειοψηφίας και το διεθνές στρατηγικό περιβάλλον : η περίπτωση της Μολδαβίας
    (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2013) Μπουμπαγιατζόγλου, Χαράλαμπος Χ.; Χειλά, Ειρήνη; Διαμαντόπουλος, Θανάσης Σ., 1951-; Κοππά, Μαριλένα; Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
    Βασική θέση της διατριβής αποτελεί η διαλεκτική σχέση της πολιτικής ιδεολογίας του εθνικισμού και των επιρροών του διεθνούς περιβάλλοντος κατά τη διαδικασία εκδημοκρατισμού των πρώην κομμουνιστικών κρατών. Η διατριβή αναπτύσσεται σε δύο μέρη, το πρώτο εκ των οποίων αναλύει το θεωρητικό υπόβαθρο της διατριβής, και το δεύτερο αναλύει την περιπτωσιολογική μελέτη. Σημείο εκκίνησης αποτελεί η παραδοχή ότι η δημοκρατία αποτελεί πλέον παγκόσμια αξία, ειδικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο εντοπίζονται ζητήματα, όπως η διεισδυτικότητα της εθνικής ιδέας και οι πιέσεις που ασκεί το διεθνές περιβάλλον στη διαδικασία εκδημοκρατισμού των πρώην κομμουνιστικών κρατών. Η κατάρρευση των πολυεθνικών κρατών της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας δημιούργησε πολλά νέα κράτη, τα οποία πρέπει ταυτόχρονα να προχωρήσουν σε εθνική και κρατική συγκρότηση, και στην υιοθέτηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Αυτή η τριπλή μετάβαση πραγματοποιείται στο πλαίσιο ενός μεταβαλλόμενου διεθνούς συστήματος, το οποίο επηρεάζει όλα τα κράτη της περιοχής. Η επιλογή της Μολδαβίας ως περιπτωσιολογική μελέτη της διατριβής γίνεται με κριτήριο την ιδιαιτερότητα και αντιπροσωπευτικότητα της συγκεκριμένης περίπτωσης. Πρόκειται για ένα κράτος με δομικά χαρακτηριστικά παρόμοια με άλλα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά με διαφορετική πορεία εκδημοκρατισμού, ενώ αντιμετωπίζει το ζήτημα της επανένωσης του κράτους με την αποσχισμένη περιοχή της Υπερδνειστερίας. Η ερμηνευτική προσέγγιση της ιδιαιτερότητας της Μολδαβίας στηρίζεται στο δίπολο εθνικισμός και διεθνές περιβάλλον, αναζητώντας ανά πεδίο μετάβασης (πολιτικό σύστημα, οικονομία της αγοράς, κοινωνία πολιτών, κράτος δικαίου, γραφειοκρατία) τον πιο ισχυρό παράγοντα από τους δύο. Από την εξέταση της διαλεκτικής σχέσης εθνικισμού και διεθνούς περιβάλλοντος στη διαδικασία εκδημοκρατισμού, τίθεται ένα βασικό ερώτημα: πώς ερμηνεύεται το γεγονός ότι, χώρες με κοινή κουλτούρα και ιστορία (Ρωσία – Λευκορωσία, Μολδαβία – Ρουμανία), εγκαθίδρυσαν διαφορετικά καθεστώτα, ενώ χώρες χωρίς κοινό πολιτισμό, όπως η Λευκορωσία και το Ουζμπεκιστάν εγκαθίδρυσαν παρόμοια καθεστώτα; Το παραπάνω ερώτημα αποσκοπεί στην επανεξέταση της κυρίαρχης «θεωρίας εξάρτησης μονοπατιού», που ισχυρίζεται ότι η μορφή του κομμουνιστικού καθεστώτος και τα αρχικά στάδια μετάβασης καθορίζουν τη μορφή του νέου καθεστώτος. Η εθνική ιδέα αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα τα πρώτα χρόνια της μετάβασης, δεδομένου ότι κυριαρχεί το ζήτημα της εθνικής και κρατικής συγκρότησης. Από την άλλη, οι επιρροές του διεθνούς περιβάλλοντος αποκτούν αυξανούμενη ισχύ όσο προχωράει η διαδικασία εκδημοκρατισμού, εξαιτίας της ανάγκης των κυβερνήσεων να βασίσουν τη νομιμοποίησή τους στην ευημερία των πολιτών τους και των πιέσεων του μεταβαλλόμενου διεθνούς συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, τίθενται το ερωτήματα για το αν η μορφή του καθεστώτος και η ισχύς του κράτους επηρεάζουν τον τρόπο σύνδεσης με το διεθνές περιβάλλον. Η διδακτορική διατριβή κλείνει με αναφορά στους παράγοντες που νομιμοποιούν τα νέα δημοκρατικά καθεστώτα, θέτοντας το ερώτημα αν μπορεί να επιβιώσει μία δημοκρατία χωρίς ενεργή πολιτική συμμετοχή των πολιτών.